Του Νίκου Μπίστη
από το https://thecaller.gr/opinion/o-pavlos-mpakogiannis-i-aristera-kai-i-tromokratia/Μπιστης
Την περασμένη εβδομάδα ήταν η επέτειος της δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη από τους τρομοκράτες της 17 Νοέμβρη, δια χειρός Κουφοντίνα. Ο Μπακογιάννης ήταν δημοσιογράφος στην Βαυαρική Ραδιοφωνία, πολέμιος της δικτατορίας και τα σχόλια του μεταδίδονταν και από την Deutsche Welle. Παντρεύτηκε την κόρη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη Ντόρα και μετά την πτώση της χούντας ακολούθησε πρώτα δημοσιογραφική καριέρα και μετά πολιτική, πρώτα σαν Σύμβουλος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και ακολούθως ως βουλευτής της ΝΔ στην Ευρυτανία.
Γράφει ο Νίκος Μπίστης
Ήταν ήπιος και συναινετικός πολιτικός και θεωρούσε επιβεβλημένη την εθνική συνεννόηση και την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου. Πολύ λογικά ανέλαβε τις συνεννοήσεις με τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου (Φλωράκης – Κύρκος) για τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τζανετάκη και ήταν εισηγητής στην Βουλή του νόμου για την απάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου. Τότε τον βρήκαν οι σφαίρες των δολοφόνων. Στην Βουλή, σε μια ταραγμένη περίοδο σφραγισμένη από την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου, το σύνολο του ηγετικού πολιτικού προσωπικού της χώρας έδωσε εξετάσεις μετριοπάθειας και αυτοσυγκράτησης και αρίστευσε.
Στην μνήμη των πολλών έχει μείνει η στιγμή που Φλωράκης και Κύρκοςχειροκροτούν τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη όταν σε μια φορτισμένη και ταυτόχρονα συγκρατημένη ομιλία ζήτησε « το αίμα του Παύλου Μπακογιάννη να είναι το τελευταίο που χύνεται άδικα σε αυτόν τον τόπο». Γιατί τα θυμίζω όλα αυτά τώρα; Γιατί όσο απομακρυνόμαστε από την δολοφονία η μνήμη εκ των πραγμάτων ατροφεί, το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίχθηκε η υπόθεση ξεθωριάζει, ενώ υπάρχουν ορισμένοι που διαστρεβλώνουν συνειδητά τα γεγονότα, υποτάσσοντας τα στις πολιτικές ανάγκες της σημερινής σκοπιμότητας, την οποία υπηρετούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανάρτηση στο διαδίκτυο της προσκείμενης σε ένα τμήμα της Νέας Δημοκρατίας, « Ομάδας αληθείας». Η εν λόγω ομάδα – με έντονες επιρροές Τραμπ- έχει αναλάβει την διαδικτυακή αντιπαράθεση με την σημερινή κυβέρνηση. Η ποιότητα της αντιπαράθεσης είναι συζητήσιμη αλλά αυτό μπορεί να πει κάποιος ότι είναι φυσιολογικό σε μια εποχή μειωμένων απαιτήσεων εν γένει.
Αλλά η ανάρτηση την επέτειο της δολοφονίας του Μπακογιάννη, όπου πληροφορούσε τους νέους ανθρώπους ότι « σαν σήμερα δολοφονήθηκε από αριστερούς ο Παύλος Μπακογιάννης» δεν ήταν μια τυχαία διαστρέβλωση της Ιστοριας αλλά μιά συνειδητή εναρμόνιση με το φανατικά αντιαριστερό πνεύμα που διακατέχει ένα μαχητικό τμήμα της συντηρητικής παράταξης. Αυτό το τμήμα ανιστόρητα -και δυστυχώς επικουρούμενο από μετανοήσαντες αριστερούς- θεωρεί ότι η χώρα παρά την ήττα των κομμουνιστών το 49 έπεσε στην ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς,ότι ούτε λίγο ούτε πολύ είναι η τελευταία κομμουνιστική χώρα στην Ευρώπη και ήρθε ο καιρός αυτοί που τόσα χρόνια ασφυκτιούσαν από την «επικράτηση» των αριστερών να πάρουν επιτέλους ρεβάνς για την ταλαιπωρία που υπέστησαν. Στην πραγματικότητα για το γεγονός ότι δεν μπόρεσαν να συντρίψουν την Αριστερά.
Δεν διστάζουν, λοιπόν, να αντίστρέφουν την πραγματικότητα που βοά και να αφήνουν να εννοηθεί ότι οι τρομοκράτες και δολοφόνοι της 17 Ν είναι κομμάτι της ελληνικής Αριστεράς, αποτελούν μέρος της ίδιας πολιτικής οικογένειας. Παλιόπαιδα μεν αλλά της ίδιας οικογένειας, μιας οικογένειας που έχει στο DNA της την βία. Δηλαδή κοντολογίς ο Κουφοντίνας και οι Ξηροί ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τον Φλωράκη και τον Κύρκο. Στην λογική αυτή ποδοπατάνε την ενωτική και συναινετική πολιτική κληρονομιά του Μπακογιάννη η οποία αυτή την στιγμή τους είναι όχι μόνο άχρηστη αλλά και υπονομευτική των προσπαθειών τους.. Για να εξυπηρετήσουν δε την αντιπαράθεση τους με τον ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούν να ανακαλύψουν την διαχρονική σχέση Αριστεράς και τρομοκρατίας με συνεκτική ύλη την βία. Μια βία άχρονη, εκτός ιστορικού πλαισίου, καταδικασμένη εις τους αιώνας των αιώνων και την οποία επί πλέον θεωρούν ότι ασκεί κατ αποκλειστικότητα η Αριστερά.
Με αυτή την οπτική, η βία που άσκησε σε συγκεκριμένες στιγμές με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εδώ και ένα αιώνα (και περισσότερο) το εργατικό κίνημα η το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, είναι καταδικαστέα. Σε εποχές που τα εργατικά και τα ατομικά δικαιώματα, οι δημοκρατικές ελευθερίες, ήταν άγνωστες λέξεις, το αριστερό κίνημα κάποιες στιγμές και μέσα από πολλές εσωτερικές αντιθέσεις και αντιδράσεις, κατέφυγε στην βία. Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Όμως και τότε υπήρχε μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην βία της Αριστεράς και την τυφλή τρομοκρατία. Πάντα η Αριστερά είχε αναφορά στο μαζικό κίνημα, σε αντίθεση με την τρομοκρατία που δρούσε μέσα στο σκοτάδι και τον φανατισμό, όπως μια θρησκευτική σέχτα. Η βία για την αριστερά των επαναστατικών κινημάτων ήταν έσχατο μέσο, για την τρομοκρατία κατέληξε αυτοσκοπός. Για τους τρομοκράτες και μια κατηγορία αναρχικών αναπτύχθηκε μια λατρεία της βίας ανάλογη με το viva la muerte (ζήτω ο θάνατος) των Ισπανών φασιστών.

Σε κάθε περίπτωση ουδείς σοβαρός άνθρωπος μπορεί να ισχυριστεί ότι μετά την δικτατορία η Αριστερά σε όλες της τις εκδοχές ( ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσωτερικού, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ, ΣΥΡΙΖΑ) είχε την παραμικρή σχέση με την τρομοκρατία, ότι την ενθάρρυνε η την ανέχθηκε. Ας μην ξεχνάμε βέβαια ότι κάποιοι από τον συντηρητικό χώρο δεν είχαν διστάσει να «δείξουν» ως αρχηγό της 17 Ν τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Κάποιοι εντόπισαν μια διαφορά στην αντίδραση της Ιταλικής και της ελληνικής αριστεράς, όπως εκδηλώθηκε στις δολοφονίες του Άλντο Μόρο και του Παύλου Μπακογιάννη. Δολοφονίες που είχαν πολλά κοινά σημεία ως προς το πολιτικό υπόβαθρο τους γιατί και τα δύο θύματα ανήκαν στην αριστερά της παράταξης τους και προωθούσαν ο ένας τον ιστορικό συμβιβασμό και ο άλλος την εθνική συμφιλίωση.
Ο Μπερλιγκουερ, λένε, δεν δίστασε να κατεβάσει στους δρόμους τον κόσμο της Αριστεράς μαζί με τους Χριστιανοδημοκράτες δημιουργώντας συνθήκες ασφυξίας για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Εδώ δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο. Πράγματι έτσι είναι. Όμως τους διαφεύγει μια κολοσσιαία διαφορά. Στην Ιταλία ο Αλτσίνε Ντε Γκάσπερι και Παλμίρο Τολιάτι έθεσαν από κοινού τις βάσεις της μεταπολεμικής Ιταλικής Δημοκρατίας θέτοντας εκτός δημοκρατικού τόξου τους φασίστες. Ήταν ένα συμβόλαιο που κράτησε χρόνια όρθια την Ιταλία. Αντιθέτως στην μετεμφυλιακή Ελλάδα οι Αριστεροί που δεν ήσαν στα ξερονήσια, ήσαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας ενώ πολλοί συνεργάτες του κατακτητή ήσαν αξιοσέβαστοι πολίτες. Το ρήγμα που άνοιξε στην κατοχή, βάθυνε στον εμφύλιο και ολοκληρώθηκε στο μετεμφυλιακό κράτος ήταν μεγάλο. Χρειάστηκε η εμπειρία της δικτατορίας για να δημιουργηθεί κλίμα ανοχής ανάμεσα στις δύο παρατάξεις και η έλευση του ΠΑΣΟΚ για να γίνουν σε νομικό και ψυχολογικό επίπεδο ουσιαστικά βήματα συμφιλίωσης. Μιλάμε, λοιπόν, για δύο τελείως διαφορετικές εμπειρίες.
Η αντιμετώπιση από πολλούς και από διαφορετικές πλευρές της επετείου της δολοφονίας του Μπακογιάννη είναι εξαιρετικά ανησυχητική. Η επέτειος μοιάζει ενοχλητική γιατί αντιστρατεύεται φανατισμούς και αβυσσαλέα μίση ενώ επαναφέρει στο προσκήνιο κατακτήσεις πολύτιμες της μεταπολιτευτικής περιόδου που κινδυνεύουν. Η μνήμη της δολοφονίας και του ιστορικού της πλαισίου δεν είναι ένα άβλαβο εικόνισμα στο οποίο εθιμοτυπικά οφείλουμε τιμή. Είναι όπλο για την δημοκρατία και την ομαλότητα.
