Μια δύστροπη και νευρική συνέντευξή του από το 1966, στην οποία μιλάει ελεύθερα, σκληρά, συχνά όμως και με αλήθειες, για τη σύγχρονη ζωγραφική
Του ΦΩΝΤΑ ΤΡΟΥΣΑ
Ο Ιταλός ζωγράφος Τζόρτζιο ντε Κίρικο γεννήθηκε ως γνωστόν στο Βόλο το 1888 (πριν 130 χρόνια δηλαδή), για να πεθάνει στα 90 του, στη Ρώμη, την 20η Νοεμβρίου 1978. Το γεγονός ότι έφυγε από τη ζωή στα βαθιά γεράματά του, και μάλιστα σε μια δεκαετία σχετικά κοντινή μας, δίνει στην περίπτωσή του και μιαν αίσθηση «σύγχρονου», πόσω μάλλον όταν ο ίδιος μιλούσε σε συνεντεύξεις του, για το παρόν, το παρελθόν, αλλά και το μέλλον της ζωγραφικής.
Το 1911, ο ντε Κίρικο, που ήδη είχε σπουδάσει στην Αθήνα (στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τους Ροϊλό, Βολονάκη και Ιακωβίδη), όπως και στη Γερμανία, εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου και θα παραμείνει για τέσσερα χρόνια.
Εκεί θα συναντήσει, μεταξύ άλλων, τους Απολλιναίρ και Πικάσο και θα αρχίσει να εκθέτει τα έργα του. Ο Απολλιναίρ, μάλιστα, θα τον χαιρετίσει ως το νέο μεγάλο ταλέντο της ζωγραφικής. Το 1924 μπαίνει στη «σουρεαλιστική ομάδα», συμμετέχοντας στην πρώτη σουρεαλιστική έκθεση ζωγραφικής, στην γκαλερί Pierre στο Παρίσι (1925).
Η μοντέρνα τέχνη δεν αρέσει σε κανένα. Ούτε σ’ αυτούς που την κάνουν, ούτε σ’ αυτούς που την αγοράζουν, ούτε σ’ εκείνους που μιλούν γι’ αυτήν. Μια και δεν μπορούν να ζωγραφίζουν καλά, καμουφλάρονται πίσω από λόγους για να κάνουν βλακείες. Θέλετε ονόματα κακών ζωγράφων; Να σας πω: Ματίς, Λεζέ, Μοντιλιάνι…
Το 1930 ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο εγκαθίσταται στη Ρώμη, αλλά βασικά βρίσκεται μεταξύ Παρισιού, Νέας Υόρκης και ιταλικής πρωτεύουσας, κινούμενος καλλιτεχνικά σε πιο ακαδημαϊκές φόρμες, καταδικάζοντας συγχρόνως τη μοντέρνα ζωγραφική (από τον ιμπρεσιονισμό και μετά).
Μάλιστα μετά από τον πόλεμο θα βρεθεί στη δίνη ενός σκανδάλου (ή μάλλον πολλών), όταν ο ίδιος ζωγράφιζε αντίγραφα των έργων του (εκείνων των πρώιμων, που αναζητούσαν οι συλλέκτες), χωρίς καμία ηθική αναστολή (όπως τον κατηγορούσαν από τις πιάτσες των εμπόρων). Αυτά τα έργα, οι «αληθινές απομιμήσεις» δηλαδή, υλοποιούνταν κάτω από ένα συγκεκριμένο σκεπτικό.
Ο ντε Κίρικο αντιλαμβανόταν με το δικό του τρόπο τη λεγόμενη «πνευματική ιδιοκτησία» (ίσως επηρεασμένος και από τις ιδέες του Νίτσε περί «αέναης επιστροφής»). Πίστευε ότι οι ζωγραφικές συνθέσεις και τα μοτίβα του ανήκαν αποκλειστικά σ’ εκείνον και όχι στους συλλέκτες και άρα θα μπορούσε χωρίς πρόβλημα να τα επαναλάβει (ή και να τα χρονολογήσει ξανά, ακόμη και με πρώιμες ημερομηνίες). Υποστήριζε, δε, πως το παν σ’ έναν πίνακα ζωγραφικής ήταν η προσωπικότητα του καλλιτέχνη και η ποιότητα του πίνακα, και όχι τα ξερά χρώματα ή οι πινελιές.
Αν ο συνθέτης, στη μουσική, μπορεί να παρουσιάσει όσες φορές θέλει το έργο του (και να έχει απ’ αυτό τα ανάλογα οικονομικά οφέλη), ο ζωγράφος είναι υποχρεωμένος να δημιουργεί πάντα κάτι καινούριο. Και τι θα συμβεί αν το καινούριο δεν ενδιαφέρει τους εμπόρους και τους συλλέκτες, όπως ενδιαφέρει το παλαιό; Πώς θα επιβιώσει, τότε, ο ζωγράφος;
Στη μουσική έχουμε πολλά παραδείγματα συνθετών του ενός ή των δύο έργων, τα οποία παίζονται και ξαναπαίζονται (από τους ίδιους ή και από άλλους), ενώ άλλα έργα, τα οποία ο κόσμος δεν τα αποδέχεται ιδιαίτερα, τα τρώει το σκοτάδι (και άρα δεν προσπορίζουν οικονομικά οφέλη στον συνθέτη). Ο ντε Κίρικο επιχείρησε να σπάσει αυτή τη λογική, για λογαριασμό της ζωγραφικής (ξεκινώντας, ίσως, από ταπεινά κίνητρα), πράττοντας όμως κάτι που ήταν, μάλλον, μπροστά από την εποχή του. Φυσικά, δεν ήταν τυχαία η εκτίμηση που έτρεφε ο Andy Warhol για τον Ιταλό ζωγράφο (είχαν γνωριστεί οι δυο τους στις αρχές της δεκαετίας του ’70), λόγω (και) αυτού του «σκανδάλου» των ζωγραφικών επαναλήψεων.
Τον 1966, στα 78 χρόνια του πια, ο Τζόρτζιο Ντε Κίρικο δίνει μια συνέντευξη στο περιοδικό ΕΙΚΟΝΕΣ (τεύχος 568) στον Βαγγέλη Ψυρράκη. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη συνέντευξη του μεγάλου ζωγράφου σε ελληνικό έντυπο, νιώθω όμως πως αυτή ακριβώς η συνέντευξη αν δινόταν σήμερα, στην εποχή των social media, θα προκαλούσε μεγάλες αντιδράσεις. Αν, αναλογικά, προκαλέσει και τώρα ορισμένες, 52 χρόνια μετά από την πρώτη δημοσίευσή της, σημαίνει πως άξιζε η επαναφορά της στο φως.
(Οι μόνες άξιες λόγου παρεμβάσεις που έχουν γίνει στη συνέντευξη, πέραν των γραμματικών προσαρμογών, αφορούν στη δημιουργία κάποιων, λίγων, ερωτήσεων, που προήλθαν από τα συμφραζόμενα των απαντήσεων, επειδή ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο κοινοποιούσε συχνά τις απόψεις του άνευ ερωτήσεων).
— Κύριε ντε Κίρικο βρισκόμαστε στο σπίτι σας, στη Ρώμη. Είστε όμως γεννημένος στο Βόλο, σπουδάσατε στην Αθήνα…
Θέλω να ξαναδώ την Αθήνα πριν πεθάνω. Αν υπάρξει, μάλιστα, δυνατότης, θα χαρώ πολύ να συνεργασθώ με το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδος, φιλοτεχνώντας τα σκηνικά και τα κοστούμια μιας από τις πολλές τραγωδίες που ανεβάζει στην Αθήνα ή την Επίδαυρο.
— Γίνατε ζωγράφος, και μάλιστα διάσημος, σε μια μάλλον δύσκολη εποχή. Πώς ήταν τότε τα πράγματα; Πώς είναι σήμερα;
Άλλοτε για να γίνει γνωστός ένας ζωγράφος ήταν αρκετή η αξία του. Σήμερα, όμως…
— Λέτε «κάνουν τους ανθρώπους». Ποιοι τους κάνουν;
Εκείνο που δεσπόζει σήμερα στο καλλιτεχνικό στερέωμα, σε παγκόσμια κλίμακα, είναι οι έμποροι, η διεθνής αλληλεγγύη των εμπόρων έργων τέχνης, που με την βοήθεια κριτικών και αισθητικών «διψασμένων» για δύσκολα έργα, με μοντέρνα μηνύματα, αφάνισε την τέχνη.
Σήμερα οι ζωγράφοι –και όχι μόνον αυτοί– προσπαθούν να φανούν πρωτοπόροι, με κάθε θυσία. Η καλύτερη πρωτοπορία είναι να ζωγραφίζεις καλά. Εκείνοι όμως που καταλαβαίνουν λιγότερο την ζωγραφική, είναι όσοι ασχολούνται περισσότερο μ’ αυτήν. Οι εργάτες αισθάνονται καλύτερα τη ζωγραφική από τους κριτικούς, που ενδιαφέρονται κυρίως να φανούν έξυπνοι.
— Παρά ταύτα, δεν μπορεί κάποιος να ξεφύγει από τους εμπόρους ή από τους κριτικούς;
Όταν κάποιος θελήσει να δουλέψει σοβαρά, αντιμετωπίζει συνασπισμένους τους εμπόρους που τον πνίγουν, γιατί αν ξεπροβάλλει και προκαλέσει συγκρίσεις και ξεσκεπάσει την απάτη, τότε πάνε χαμένοι έμποροι, κριτικοί και μοντέρνοι καλλιτέχνες. Πιστεύω, δε, πως αν άρχιζα τη σταδιοδρομία μου τώρα, δεν θα με άφηναν να προκόψω.
— Πώς κρίνετε συνοπτικά το επίπεδο της ζωγραφικής του 20ου αιώνα;
Η ζωγραφική βρίσκεται σήμερα σε πλήρη παρακμή, σβήνει, αφανίζεται. Δεν υπάρχει πλέον ζωγραφική. Ουδέποτε άλλοτε ασχολήθηκε ο κόσμος περισσότερο με την ζωγραφική και ουδέποτε παρήγαγε χειρότερη ζωγραφική.
Και ο κόσμος άλλωστε αργοπεθαίνει, μαζί με τη ζωγραφική. Έχουμε πυρηνικές βόμβες, στέλνουμε ανθρώπους στο διάστημα, σκεφθείτε, όμως, τι ζωγράφιζαν οι μαθητές του Ντα Βίντσι και τι οι σημερινοί καλλιτέχνες – που δεν ξέρουν να πιάσουν το μολύβι.
— Πότε άρχισε κατά τη γνώμη σας η παρακμή και πού οφείλεται;
Με τον ιμπρεσιονισμό, εξαιτίας της βιομηχανικής προόδου. Μέχρι την εποχή του Γκυστάβ Κουρμπέ (σ.σ. μέσα του 19ου αιώνα) οι καλλιτέχνες προσπαθούσαν, αγωνίζονταν να κάνουν ζωγραφική. Τότε γεννήθηκαν τα βιομηχανικά χρώματα, που άρχισαν να παράγονται σαν κονσέρβες. Τότε άρχισε ο ιμπρεσιονισμός. Με το πρόσχημα της ανάγκης για αέρα και φως όσοι –πολλοί– δεν μπορούσαν να ζωγραφίζουν καλά, αναζήτησαν νέα κόλπα…
Η παρακμή της σημερινής ζωγραφικής οφείλεται σε ένα και μοναδικό λόγο: χάθηκε ολοκληρωτικά η τεχνική.
Σήμερα η λέξη τεχνική έχασε την πραγματική της έννοια και δεν σημαίνει σχεδόν τίποτε, για να μην πω ότι θεωρείται απρέπεια να μιλάει κανείς γι’ αυτήν. Οι μοντέρνοι επινόησαν τους μύθους της πνευματικότητας και της εμπνεύσεως, που κατά τους ισχυρισμούς τους βρίσκονταν στη βάση κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μιλάνε ακόμη για βασανιστική αγωνία της δημιουργίας, και για άλλες τέτοιες ηλιθιότητες, που διαδίδουν διάφοροι διανοούμενοι σαν παπαγάλοι, νομίζοντας πως έτσι δίνουν την εντύπωση ραφινάτων και ενημερωμένων ανθρώπων. Πίσω από τους μύθους, οι μοντέρνοι κρύβουν την άγνοια και την αδυναμία τους.
— Δεν βρίσκετε να υπάρχει έμπνευση στη σημερινή ζωγραφική;
Όχι, δεν υπάρχει. Υπάρχει ίσως στους ποιητές. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ξαφνικά φλόγες ζώνουν τον καλλιτέχνη στο δωμάτιό του, όπως στην Παλαιά Διαθήκη.
Όχι, το θέμα δεν παίζει κανένα ρόλο, βάση είναι η ποιότητα του πίνακα. Η ποιότητα αρκεί: είναι ποίηση, μουσική. Ο Νικολά Πουσέν και ο Βελάθκεθ αξίζουν για την ανώτερη τεχνική τους.
— Πώς βλέπετε λοιπόν το αύριο, το μέλλον της ζωγραφικής;
Το βλέπω πολύ μαύρο. Πηγαίνουμε προς το χειρότερο.
— Εσείς κάτω από ποιο σκεπτικό τελικά ζωγραφίζετε;
Ζωγραφίζω ανέκαθεν αυτό που είχα όρεξη να ζωγραφίσω.
Ο κριτικοί διακρίνουν δύο περιόδους στην καλλιτεχνική μου πορεία: την μεταφυσική και την ακαδημαϊκή. Προσωπικά δεν βρίσκω μεγάλη διαφορά. Αισθάνομαι ελεύθερος να ζωγραφίζω όπως θέλω, χωρίς να βάζω σύνορα στη δημιουργία μου.
— Πείτε μας για την σουρεαλιστική σας περίοδο…
Άλλη μια παρεξήγηση! Δεν πέρασα περίοδο σουρεαλιστική. Απλούστατα ζωγράφισα θέματα που δεν είχαν τίποτα το νατουραλιστικό. Οι σουρεαλιστές θέλησαν να με πάρουν στις τάξεις τους για λόγους εμπορικούς. Όπως άλλωστε και τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Όταν αργότερα, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ξαναγύρισα στο Παρίσι με πίνακες διαφορετικούς, όχι μόνο δεν με θεώρησαν δικό τους, αλλά μου κήρυξαν και τον πόλεμο.
— Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι το έργο σας άρεσε στους σουρεαλιστές;
Θεωρούσα ανέκαθεν τον σουρεαλισμό σαν ένα καλαμπούρι… Εγώ έκανα έργο προσωπικό. Στα 1911 ζωγράφιζα στην Ιταλία πράγματα που μου άρεσε να φαντάζομαι. Πράγματα που βρίσκονταν στους αντίποδες του σουρεαλισμού. Τα βιβλία του Νίτσε, ανάμεσα στα άλλα, μου έδωσαν την ιδέα, την διάθεση να ζωγραφίσω τις ιταλικές πόλεις και την φθινοπωρινή ατμόσφαιρα. Αυτή είναι η «μεταφυσική» μου περίοδος.
— Πίνακες ωστόσο αυτής της περιόδου σας εξακολουθούν να θαυμάζονται και σήμερα…
Άλλη παρεξήγηση! Εκείνο που έχει σημασία στη Ρώμη, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη είναι το εμπόριο. Πουλάω πολλούς τέτοιους πίνακες, αλλά υπάρχουν πάντα αυτοί οι ψευτοδιανοούμενοι, που θέλουν αυτό που επιβάλλουν να είναι στο ύψος εκείνου που κάνουν…
— Και για τη μοντέρνα τέχνη τι έχετε να μας πείτε;
Η μοντέρνα τέχνη δεν αρέσει σε κανένα. Ούτε σ’ αυτούς που την κάνουν, ούτε σ’ αυτούς που την αγοράζουν, ούτε σ’ εκείνους που μιλούν γι’ αυτήν. Μια και δεν μπορούν να ζωγραφίζουν καλά, καμουφλάρονται πίσω από λόγους για να κάνουν βλακείες. Θέλετε ονόματα κακών ζωγράφων; Να σας πω: Ματίς, Λεζέ, Μοντιλιάνι…
— Και όσον αφορά στην πορεία σας από εδώ και πέρα;
Έχω μια μεγάλη επιθυμία… να με αφήσουν ήσυχο. Ας αγοράζουν τους πίνακές μου, χωρίς να μου λένε κομπλιμέντα, ούτε καν καλημέρα.