Φωτο. Έφη Καραγιάννη

Του Αλέξανδρου Καραγιάννη

Είχα μια συμμαθήτρια στο Δημοτικό Σχολείο Καναλίων, την Μαριγούλα, ένα πολύ φτωχό κοριτσάκι, αλλά πάντα καθαρό και περιποιημένο. Ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειάς της. Ο πατέρας της ήταν ένας φτωχός ψαράς στην λίμνη Κάρλα. Η Μαριγούλα αγαπούσε πολύ τα γράμματα, έδειχνε εξαιρετική επιμέλεια και ήταν η πρώτη μαθήτρια από τα κορίτσια της τάξης. Όμορφο και ευγενικό κοριτσάκι, την αγαπούσα πολύ και έπαιζα μαζί της στα διαλείμματα. Οταν πήγα στο Γυμνάσιο στον Βόλο, ερχόμουν στα Κανάλια στις διακοπές,αλλά σπάνια έβλεπα την Μαριγούλα γιατί, όπως έμαθα, εκείνη, τελειώνοντας το δημοτικό, δούλευε με μεροκάματο όπου εύρισκε δουλειά

Ηλθε ο πόλεμος και η εχθρική κατοχή, έκλεισαν τα σχολεία, εγώ ήμουν στην οικογένεια μου στα Κανάλια.Το καλοκαιρι του 1943, μια Κυριακή στην Εκκλησία είδα την Μαριγούλα και έμεινα έκθαμβος από την ομορφιά της. Η Μαριγούλα, δεκαπεντάχρονη είχε ανθίσει και έλαμπε από ομορφιά. Ήταν το ωραιότερο κορίτσι του χωριού και είχε μια σπάνιας γλυκύτητας συμπεριφορά. Κάποιες Κυριακές βλεπόμαστε, μαζί με αλλά παιδιά και μιλούσαμε. Μου ζητούσε βιβλία να διαβάσει, διψούσε για λογοτεχνία. Υπήρχε ανάμεσά μας μια αύρα αμοιβαίας έλξης. Μετά την απελευθέρωση εγώ έφυγα για να συνεχίσω το σχολείο. Δεν ξαναντηθήκαμε. Ρωτούσα γι αυτήν, ίσως και εκείνη να ρωτούσε για μένα, ήθελα πολύ να την έβλεπα, αλλά δεν έτυχε να συναντηθούμε γιατί ζούσαμε σε άγρια χρόνια.

Τα Κανάλια από ψηλά

Το καλοκαίρι του 1945, τελειώνοντας τα μαθήματα πήγα στα Κανάλια για τις διακοπές. Ρώτησα για την Μαριγούλα και έμαθα τα τραγικά νέα όπως μου τα περιέγραψαν οι αδελφές μου. Στα δεκαεφτά της η Μαριγούλα αρρώστησε βαριά από φυματίωση, έκανε συχνές αιμοπτύσεις και είχε εξαντληθεί τελείως. Ο γιατρός του χωριού που την εξέτασε είπε ότι πάσχει από καλπάζουσα φυματίωση, ότι δεν υπάρχουν ελπίδες να σωθεί και ότι πρέπει να απομακρυνθεί από το σπίτι γιατί υπάρχει κίνδυνος να μεταδοθεί η νόσος και στα αλλά παιδιά, δεδομένου ότι όλα κοιμόνταν σε ένα δωμάτιο. Εκείνα τα χρόνια η φυματίωση ήταν σε έξαρση, εξ αιτίας της πείνας, των στερήσεων και των κακουχιών της Κατοχής, που συνεχίστηκαν και κατά τον εμφύλιο πόλεμο.

Είχαμε ένα καλυβάκι από ξερολιθιά ενός δωματίου με χωμάτινο δάπεδο, μέσα σε ένα περιβόλι μας, μισή ώρα δρόμο από το χωριό. Ο πατέρας της Μαριγούλας παρακάλεσε τον πατέρα μου να του παραχωρήσει το άδειο καλυβάκι για να τοποθετήσουν εκεί την βαριά άρρωστη Μαριγούλα. Την μετέφεραν λοιπόν ,την έβαλαν μέσα στο καλύβιπάνω σε ένα στρώμα με μια κουβέρτα και έφυγαν όλοι, αφήνοντας την ολομόναχη μέσα στην ερημιά. Πήγαινε η μάνα της μέρα παρά μέρα, άφηνε πάνω στην πεζούλα στην άκρη του χωραφιού ένα πήλινο σκεύος με λίγο φαγητό και ένα κανάτι με νερό και την φώναζε να βγει για να τα πάρει. Έβγαινε η Μαριγούλα από το καλύβι, την έβλεπε η μάνα της από απόσταση, την κοίταξε, την γλυκομιλούσε και την παρηγορούσε λέγοντάς την ότι θα γίνει καλά και θα την ξαναφέρουν στο σπίτι και έφευγε σπαράζοντας στο κλάμα . Είχε άλλα τέσσερα παιδιά μικρότερα. Η Μαριγούλα μόλις αντίκριζε την μάνα της δεν πλησίαζε. Άνοιγε μόνον τα χέρια της σε αγκαλιά, ικετεύοντας την μάνα της να την πάρει μαζί της στο σπίτι. Έτσι πέρασε ένας μήνας. Μια μέρα η Μαριγούλα δεν έβγαινε από το καλύβι, παρά τα γοερά παρακάλια της μητέρας της . Την φώναζε, την παρακαλούσε, την γλυκομιλούσε, αλλά η Μαριγούλα δεν έβγαινε. Μπήκε η μάνα της μέσα στο καλύβι και είδε τη Μαριγούλα κοιμισμένη. Κοιμισμενη για πάντα.

Όταν, μετά από τρία περίπου χρόνια, φοιτητής πλέον, βρέθηκα στο χωριό μου, θέλησα να πάω σε εκείνο το περιβόλι μας, που είχε το πέτρινο καλυβάκι. Έκοψα από την αυλή μας δυο κόκκινα τριαντάφυλλα και πήγα. Μπήκα μέσα στο καλύβι και τα απόθεσα στο χωμάτινο δάπεδο, εκεί που είχε ξεψυχήσει ολομόναχη η γλυκιά Μαριγούλα, το κορίτσι της παιδικής μου καρδιάς.
«Μνήμη μου φύλαξέ την ως ήταν»

ΠΗΓΗ: FB

Προηγούμενο άρθροΝάξος: Λιμενικός το πρώτο κρούσμα κορωνοϊού – Συναγερμός στο Λιμεναρχείο
Επόμενο άρθροΧρήστος Πρωτόπαπας στο iEidiseis: «Τυχοδιωκτισμός τυχόν εκλογές και μάλιστα διπλέ