Και δύο Βολιώτες, χωρίς ωστόσο να έχουν καθοδηγητικό ρόλο, φέρονται να εμπλέκονται στις δύο εγκληματικές ομάδες, η δράση των οποίων εξακριβώθηκε ύστερα από πολύμηνη έρευνα του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Λάρισας. Οι δύο Βολιώτες φέρεται να περιλαμβάνονται στα 24 συνολικά μέλη των δύο οργανώσεων, που είχαν περιφερειακό ρόλο και ήταν χρήστες ναρκωτικών ουσιών και τα οποία δεν συνελήφθησαν, λόγω παρέλευσης του Αυτόφωρου. Οι δύο Βολιώτες φέρεται να έχουν απασχολήσει κι άλλες φορές στο παρελθόν τις Αρχές για υποθέσεις ναρκωτικών.
Η ανακοίνωση της αστυνομίας
Διακριβώθηκε έπειτα από πολύμηνη, μεθοδική και εμπεριστατωμένη έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Λάρισας η δράση εγκληματικής ομάδας, η οποία ενέχεται στη συστηματική διάπραξη απατών, σε βάρος επιχειρήσεων.
Εξιχνιάσθηκαν συνολικά (46) περιπτώσεις απάτης, τετελεσμένες και σε απόπειρα που διαπράχθηκαν σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας.
Για τις υποθέσεις αυτές, ταυτοποιήθηκαν δύο από τα τρία βασικά μέλη της ομάδας, ένα εκ των οποίων συνελήφθη χθες (07-07-2020) το πρωί από αστυνομικούς της προαναφερόμενης Υπηρεσίας σε περιοχή της Αττικής, δυνάμει σχετικού εντάλματος σύλληψης.
Παράλληλα, προέκυψε η συμμετοχή ως συνεργών τους στις απάτες, ακόμη (21) ατόμων, τα οποία δεν συνελήφθησαν, διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του αυτοφώρου.
Σε βάρος όλων των εμπλεκομένων σχηματίστηκε δικογραφία για τα κατά περίπτωση αδικήματα της απάτης και της πλαστογραφίας.
Ειδικότερα, τα δύο βασικά μέλη της ομάδας μαζί με ακόμη ένα άγνωστο μέχρι στιγμής συνεργό τους, τουλάχιστον από τα τέλη του μηνός Οκτωβρίου του 2019 έως τα τέλη του μηνός Απριλίου του 2020 είχαν ενωθεί μεταξύ τους με σκοπό τη συστηματική διάπραξη απατών σε βάρος επιχειρήσεων σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας.
Πιο συγκεκριμένα, ως προς τον τρόπο δράσης τους, οι τρεις προαναφερόμενοι δράστες, επικοινωνούσαν τηλεφωνικά με τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων και παρουσιαζόμενοι ως επιφανή πρόσωπα (ιατροί, φαρμακοποιοί, μέλη τοπικής αυτοδιοίκησης κ.α.) των περιοχών, όπου εδρεύουν οι επιχειρήσεις, εκδήλωναν ενδιαφέρον για αγορά προϊόντων.
Στη συνέχεια, προκειμένου να πείσουν τα υποψήφια θύματά τους για τη φερεγγυότητά τους, τους απέστελναν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή άλλων δικτυακών εφαρμογών επικοινωνίας πλαστά αποδεικτικά μεταφοράς χρημάτων (εμβάσματα), στα οποία εμφαίνονταν μεγαλύτερα χρηματικά ποσά από τα συμφωνηθέντα αντίτιμα των αγοραπωλησιών, ως καταβληθείσες προκαταβολές σε λογαριασμούς των επιχειρήσεων.
Ακολούθως, οι δράστες μετά από εκ νέου τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν με τους παθόντες, τους έπειθαν ότι είχαν καταβάλλει λανθασμένα περισσότερα χρήματα από την αξία των προϊόντων που αγόραζαν και ζητούσαν να τους επιστραφεί η υποτιθέμενη χρηματική διαφορά σε τραπεζικούς λογαριασμούς των συνεργών τους, αποσπώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο διάφορα χρηματικά ποσά.
Από την πρόοδο της αστυνομικής έρευνας, εξακριβώθηκε ότι τα μέλη της ομάδας προέβησαν συνολικά σε (46) περιπτώσεις απάτης σε βάρος επιχειρήσεων, από τις οποίες οι (30) τετελεσμένες και οι (16) απόπειρες, αποκομίζοντας συνολικά παράνομο περιουσιακό όφελος που ανέρχεται στις (136.653) ευρώ.
Κατά τις νομότυπες έρευνες που διενεργήθηκαν σε οικίες αλλά και σε οχήματα των δραστών, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν πλήθος κινητών τηλεφώνων, στελεχών καρτών sim, αποδείξεις ανάληψης μετρητών, χειρόγραφες σημειώσεις με ονόματα και χρηματικά ποσά, κάρτες και βιβλιάρια τραπεζών, παραστατικά ανάληψης χρημάτων, καθώς και το χρηματικό ποσό των (1.960) ευρώ, ως προερχόμενο από την παράνομη δραστηριότητά τους.
Ο συλληφθείς θα οδηγηθεί αρμοδίως.