
Της Αννίτας Πρασσά,
δρ ιστορικού, προϊσταμένης Γ.Α.Κ. Μαγνησίας
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1922 στην εφημερίδα «Θεσσαλία» δημοσιεύεται το συγκλονιστικό άρθρο «Το Μαύρο Κύμα» του Τάκη Οικονομάκη:
«Την φθινοπωρινήν ηρεμίαν του λιμένος μας ήλθε χθες να ταράξη ένα μεγάλο μαύρο κύμα, κύμα συμφοράς. Εμπήκε μέσα και εξέσπασεν ύστερα εις την παραλίαν από όπου εξεχύθη εις όλην την πόλιν. Και ένα αίσθημα υπερτάτης φρίκης, απεριγράπτου συγκινήσεως, αλλά και οργής τρομεράς συνεκλόνισε τους πάντας. Το μαύρον αυτό κύμα μάς το απέστειλεν η αντίπερα του Αιγαίου ακτή. Απετελείτο από τα τραγικά θύματα της φρικτής μικρασιατικής συμφοράς, από τα θλιβερά αυτά ναυάγια του ασιατικού Ελληνισμού, τα οποία η θάλασσα εξέβρασε και εις την παραλίαν μας. Υπέρ τους δέκα χιλιάδας πρόσφυγας έφθασαν χθες έως εδώ, αφού εν τω μεταξύ έχουν πλημμυρίση όλα τα νησιά και όλοι οι πλησιέστεροι και κυριώτεροι αιγαιοπελαγικοί λιμένες. Και είναι αυτή η πρώτη φουρνιά που περνάει. Θα την ακολουθήσουν και άλλες, ώστε υπολογίζεται, ότι περί τους πενήντα χιλιάδες πρόσφυγες θα περάσουν από τον λιμένα μας διά να ζητήσουν εις την Θεσσαλίαν καταφύγιον. Το θέαμα των θλιβερών αυτών θυμάτων της φρικτής καταστροφής εσπάραζε την ψυχήν του καθενός. Απεβιβάζοντο και εσταυροκοπούντο, απεβιβάζοντο και εφιλούσαν το χώμα, απεβιβάζοντο και άλλοι έκλαιαν, άλλοι χαμογελούσαν με την εντύπωσιν ότι ετελείωσαν τα απερίγραπτα μαρτύριά των που κατά τον τελευταίον μήνα εδοκίμασαν».

Η εικόνα των ξεριζωμένων αυτών ανθρώπων απαντούσε βέβαια και στα άλλα λιμάνια της χώρας, κυρίως του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης. Ο Βόλος είναι η μοναδική θεσσαλική περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν τόσοι πολλοί πρόσφυγες. Το 1922 εγκαταστάθηκαν περίπου 12.000, δυσανάλογος αριθμός για τον πληθυσμό των 30.000 κατοίκων του. Η προσωρινή τους εγκατάσταση έγινε σε σκηνές, σχολεία, καπναποθήκες, στην παλιά τουρκική στρατώνα και το Δημοτικό Θέατρο της πλατείας Ρήγα Φεραίου. Για την περίθαλψή τους, εκτός από το κράτος, κινητοποιήθηκαν ο Ερυθρός Σταυρός, το Πατριωτικό Ίδρυμα και φιλανθρωπικές οργανώσεις.
Ανάμεσα στους πρόσφυγες ήταν και πολλά ορφανά, όπως συμβαίνει σε όλους τους ξεριζωμούς, όπως στη σημερινή προσφυγική κρίση, όπως στην Επανάσταση του 1821 με τις γνωστές – άγνωστες ιστορίες των ορφανών της Επανάστασης.
Η θέα των απροστάτευτων και τρομαγμένων ορφανών προσφυγόπουλων που περιφέρονταν αντιμετωπίζοντας τόσους κινδύνους, άγγιξε τις ευαίσθητες χορδές ορισμένων νεαρών δεσποινίδων του Βόλου που ήδη από τον Σεπτέμβριο κινητοποιήθηκαν άμεσα για την προστασία τους, υποκαθιστώντας την κρατική πρόνοια.

Η εμπνεύστρια Φόνη Κουτσαγγέλη
Πρωτεργάτιδα ήταν η Φόνη Κουτσαγγέλη, μία αντικομφορμίστρια της εποχής της, κόρη του Βολιώτη γιατρού και γερουσιαστή Απόστολου Κουτσαγγέλη, ο οποίος είχε διατελέσει δημοτικός σύμβουλος Παγασών (Βόλου) την εποχή του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και μάλιστα ήταν μεταξύ των υποστηρικτών του. Ο Κουτσαγγέλης ήταν συνιδιοκτήτης κλινικής, που αργότερα την αγόρασε ο γιατρός Γιώργος Πιτσιώρης (Γαμβέτα και Ερμού), όπως μας πληροφορεί ο καθηγητής κ. Δημήτρης Παντελοδήμος.
Η Φόνη σε πρώτο γάμο παντρεύτηκε τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Κουμουνδούρο. Ο δεύτερος σύζυγός της είναι ο γνωστός μαρξιστής δημοσιογράφος, δικηγόρος και συνεργάτης του Κουμουνδούρου Γιώργος Ζωιτόπουλος ή Ζιούτος (1903-1967). Γνωρίστηκαν το 1931 και μετά από κεραυνοβόλο έρωτα η Φόνη χώρισε τον Κουμουνδούρο και το 1933 παντρεύτηκε τον Ζωιτόπουλο, με τον οποίο εγκαταστάθηκαν πλέον στην Αθήνα. Μία δυναμική γυναίκα, που ακολουθούσε τους χτύπους της καρδιάς της και όχι τις κοινωνικές νόρμες της εποχής. Αυτή η γυναίκα πώς να μείνει ασυγκίνητη μπροστά στον πόνο αυτών των παιδιών, που ανέστια σε τόσο τρυφερή ηλικία αντιμετώπιζαν μύριους κινδύνους; Αμέσως κάλεσε και άλλες δεσποινίδες, χριστιανές και Εβραίες, γόνους γνωστών οικογενειών της πόλης (συνολικά 30) που πρόθυμα πλαισίωσαν και υποστήριξαν την πρωτοβουλία της και ίδρυσαν το σωματείο «Άσυλο Παιδιού Βόλου», το οποίο εγκρίθηκε από το Πρωτοδικείο Βόλου με την πολιτική απόφαση 607 στις 11 Οκτωβρίου 1922. Σκοπός του «η σωματική και πνευματική προστασία των παιδιών των εν Βόλω προσφύγων και των απόρων εργαζομένων γυναικών». Τριάντα νεαρά κορίτσια συμπορεύτηκαν από την αρχή σ’ αυτή την πρωτοβουλία.
Στο πρώτο διοικητικό συμβούλιο πρόεδρος ήταν η Φόνη Κουτσαγγέλη, γραμματέας η Μερόπη Οικονομάκη και μέλη οι Ιουλία Λεβή, Έλλη Λουίζου, Παναγουλάκου. Άλλες δεσποινίδες των πρώτων συμβουλίων οι Κ. Χρυσοβελώνη, Τιτίκα Σαράτση, Σαρίνα Μισδραχή, Χαρίκλεια Ζησάκη, Φούλα Παρασκευόπουλου, Μίνα Κουτσαγγέλη και αργότερα Καίτη Γκλαβάνη-Κασσιοπούλου, Ρούλα Ματαθία, Νίτσα Ζούλια, Σοφία Δονδολίνου και πολλές ακόμη. Το έργο του Ασύλου είχε από την αρχή την ένθερμη υποστήριξη δύο ανδρών, του παιδίατρου Σωτήρη Τσούκα και του έμπορου Αντώνιου Λάμπου, που ανήκαν στα ιδρυτικά μέλη.

Δίπλα σ’ αυτές τις κοπέλες τα ορφανά και απροστάτευτα προσφυγόπουλα βρήκαν μια ζεστή αγκαλιά και συγχρόνως οι νεαρές δεσποινίδες έδωσαν νόημα στην καθημερινότητά τους. Όπως θα έλεγε αργότερα η Φόνη Κουτσαγγέλη, μέχρι τότε όλες τους ζούσαν μια ζωή χωρίς ιδιαίτερο περιεχόμενο και ο σκοπός τους ήταν η προετοιμασία για έναν καλό γάμο. Χάρη στο Άσυλο βγήκαν στη δημόσια ζωή και ανέλαβαν έναν ενεργό ρόλο. Καθώς χάρη στις οικογένειές τους είχαν μεγάλη κοινωνική δικτύωση, κινητοποίησαν τις γνωριμίες τους και άρχισαν να συλλέγουν συνδρομές και δωρεές για την υποστήριξη του εγχειρήματός τους.
Τα δύο πρώτα χρόνια το Άσυλο στεγάστηκε στο Δ’ Δημοτικό Σχολείο Αρρένων Βόλου (Κανάρη και 28ης Οκτωβρίου), σήμερα 5ο (μικτό) Δημοτικό. Τους πρώτους μήνες τα παιδιά μόνο διημέρευαν γιατί οι ισχνοί οικονομικοί πόροι δεν επαρκούσαν για την εγκατάσταση κοιτώνων. Από τον Ιανουάριο του 1923, όμως, το Φρουραρχείο της πόλης διέθεσε τον κατάλληλο εξοπλισμό και έτσι τα 80 ορφανά που στεγάζονταν τότε, μπορούσαν να μένουν και το βράδυ. Τον Απρίλιο του 1924 τα παιδιά είχαν διπλασιαστεί και επίσης είχαν προστεθεί 150 κορίτσια του Πόντου άνω των 16 ετών, για τα οποία λήφθηκε μέριμνα σταδιακής τοποθέτησής τους σε διάφορες εργασίες. Το 1924 το Άσυλο μεταφέρθηκε σε ένα ευρύχωρο κτήριο στη συνοικία «Παλαιά» της πόλης, στους παλιούς στρατώνες του Πυροβολικού, που παραχωρήθηκαν από το υπουργείο Στρατιωτικών. Το 1926 συγκροτήθηκε Τμήμα έκθετων και εγκαταλειμμένων βρεφών και προσλήφθηκε ειδική τροφός για τη φροντίδα τους. Επίσης, από το 1930 δεχόταν μόνο κορίτσια, καθώς δεν κρίθηκε σκόπιμη η συμβίωση των δύο φύλων.

Η ανεκτίμητη συμβολή του Ασύλου ήταν αδιαμφισβήτητη και αμέσως καθιερώθηκε στη συνείδηση των πολιτών. Στις εισφορές των δεσποινίδων προστέθηκαν επιχορηγήσεις του Δήμου και του κράτους, έσοδα από χοροεσπερίδες και λαχειοφόρους αγορές, βοήθεια από τον Ελληνικό και Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό κ.λπ. Σταδιακά δέχτηκε και πολλά κληροδοτήματα.
Τα μέλη του Ασύλου αναπλήρωσαν τον ρόλο της οικογένειας για τα νεαρά ορφανά. Καθημερινά ήταν δίπλα τους φροντίζοντας για την τροφή και καθαριότητά τους, για την απασχόλησή τους σε δημιουργικές δραστηριότητες, για την υγιεινή τους. Γιατροί της πόλης πρόσφεραν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους παρακολουθώντας την υγεία των παιδιών. Ζώντας στην εποχή της φυματίωσης και της έξαρσης της παιδικής θνησιμότητας, τα παιδιά χρειάζονταν ιδιαίτερη προσοχή. Έτσι οι δεσποινίδες φρόντιζαν ώστε τα παιδιά να περνούν αρκετό χρόνο στη φύση για να δυναμώνει το σώμα τους. Αρχικά τα καλοκαίρια τα πήγαιναν για μπάνιο στον Άναυρο, ενώ σύντομα εγκατέστησαν κατασκηνώσεις στο Σουτραλί της Αγριάς, όπου έμεναν τους τρεις θερινούς μήνες. Με ιδιαίτερη περηφάνια το διοικητικό συμβούλιο κατέγραφε στα πεπραγμένα των πρώτων ετών ότι χάρη στις παιδικές εξοχές η υγεία των παιδιών βελτιώθηκε θεαματικά.
Αποτέλεσμα «η θαυμασία από πάσης απόψεως υγεία των τροφίμων, η θνησιμότης ελαττουμένη συνεχώς έφθασεν εις το ελάχιστον δυνατόν όριον. Ενώ κατά το 1923 απέθανον 4 ορφανά, κατά το 1924 απέθανον 3 ορφανά και 2 κατά το 1926, από του 1927 μέχρι το 1936, ήτοι σε διάστημα 9 ετών εσημειώθη εις και μόνον θάνατος, επισυμβάς το θέρος του 1929. Έκτοτε μέχρι σήμερον η υγεία των τροφίμων είναι άριστη και ουδείς θάνατος εσημειώθη». Γνωρίζοντας τις συνθήκες της εποχής, αυτή η δήλωση δεν θα πρέπει να μας ξενίζει.
Παράλληλα τα μέλη του Ασύλου φρόντιζαν για την εγκύκλια μόρφωση και διαπαιδαγώγηση, την επαγγελματική τους κατάρτιση και αποκατάσταση με υιοθεσία, γάμο, εξεύρεση εργασίας. Για τη μόρφωσή τους λειτουργούσε Δημοτικό Σχολείο, καθώς και εργαστήρια για την εκμάθηση χρήσιμων τεχνών (όπως ράψιμο, υφαντική, πλεκτική κ.λπ.) που θα συνέβαλαν στην επαγγελματική τους κατάρτιση. Παράλληλα οι τρόφιμες βοηθούσαν εκ περιτροπής σε όλες τις εργασίες του ιδρύματος (μαγειρική, καθαριότητα, επιδιόρθωση ιματισμού), προκειμένου να αποκτούν οικοκυρική μόρφωση. Για τα κορίτσια που αποφοιτούσαν με άριστα, το διοικητικό συμβούλιο μεριμνούσε να ακολουθήσουν ανώτερες σπουδές.
Αυτή την προσφορά των αστών κοριτσιών του Βόλου μπορούμε να την θεωρήσουμε σαν ένα αντίβαρο στα όσα δεινά και πίκρες δοκίμασαν στην αρχή οι πρόσφυγες από τους ντόπιους
Το έργο τους αποκαλύπτει τη δύναμη του εθελοντισμού και μάλιστα του γυναικείου εθελοντισμού, που υποκαθιστώντας την οικογένεια, ενέπνεαν πρότυπα στα νεαρά κορίτσια στην κρίσιμη παιδική και νεανική τους ηλικία προετοιμάζοντάς τα για την αυριανή τους έξοδο στη σκληρή πραγματικότητα της ζωής. Τα μέλη του με τον έντονο κοινωνικό τους προβληματισμό έδωσαν υψηλά δείγματα κοινωνικής αλληλεγγύης.

Συνεχής η προσφορά του Ασύλου
Το Άσυλο συνέχισε να λειτουργεί για επτά περίπου δεκαετίες και κάτω από αντίξοες συνθήκες. Άντεξε στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου, στην περίοδο των καταστροφικών σεισμών της δεκαετίας του ’50, όταν με πρωτοβουλία της τότε προέδρου Μαίρης Κόττα και των υπόλοιπων μελών του συμβουλίου αποκτήθηκε το ιδιόκτητο κτήριο στη σημερινή του θέση μεταξύ των οδών Γιάννη Δήμου, Κουταρέλια, Τριανταφυλλίδη και Αθλητικού Κέντρου. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 κάτω από το βάρος πολλών συσσωρευμένων προβλημάτων και κυρίως τις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί με την αφιδρυματοποίηση και την ελάττωση των τροφίμων, το Άσυλο δυσκολευόταν να συνεχίσει τη λειτουργία του. Τη δύσκολη απόφαση της διάλυσής του έλαβε το τελευταίο συμβούλιο υπό την προεδρεία της Κατερίνας Πέτρου, από τα παλαιότερα και δυναμικότερα μέλη του. Όταν το 1996 γνώρισα τις κυρίες του τελευταίου αυτού συμβουλίου, με αρκετές από τις οποίες έχουμε αναπτύξει φιλικούς δεσμούς πλέον, διαπίστωσα με πόση συγκίνηση παρέδιδαν το ίδρυμα στην πολιτεία.
Την ίδια εποχή στα Γενικά Αρχεία του Κράτους δεχτήκαμε το αρχείο του Ασύλου, μία από τις σημαντικότερες συλλογές μας. Το αρχείο έχει έκτοτε μελετηθεί από αρκετούς ερευνητές. Ιδιαίτερα μνημονεύω εδώ τη Μαρίτα Τσιαδήμα, που το 2008 εκπόνησε στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας το μεταπτυχιακό της με θέμα τη λειτουργία του ιδρύματος, και την ποιήτρια και συγγραφέα Χαρούλα Φράγκου που αξιοποίησε αρχειακές πληροφορίες στο εξαιρετικό ιστορικό μυθιστόρημά της «Τα κορίτσια με τις άσπρες κορδέλες» το 2016.
Η πολύχρονη και σημαντική προσφορά του Ασύλου δεν εξαντλείται βέβαια μέσα σε λίγες γραμμές. Το αφιέρωμα στο ίδρυμα αυτό θα συνεχιστεί τις επόμενες τρεις Κυριακές με κείμενα της Μαρίτας Τσιαδήμα, της Χαρούλας Φράγκου και της τελευταίας προέδρου του Κατερίνας Πέτρου. Σκοπός του αφιερώματος είναι να δώσει μια γεύση της μακράς και αφειδώλευτης προσφοράς του στα παιδιά που χρειάζονταν τη μητρική στοργή.
κεντρική φωτογραφία: Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του Ασύλου Παιδιού Βόλου. Στο κέντρο καθιστός ο γιατρός Σωτήρης Τσούκας και πίσω του όρθια η Φόνη Κουτσαγγέλη (Γ.Α.Κ. Μαγνησίας)
Βιβλιογραφία
Γ.Α.Κ. Μαγνησίας, Αρχείο «Ασύλου Παιδιού Βόλου.
Αννίτα Πρασσά, «Το Άσυλο Παιδιού Βόλου, 1922-1996», περ. Εν Βόλω, τχ. 21 (2006).
Μαρίτα Τσιαδήμα, Το «Άσυλο Παιδιού Βόλου», 1922-1944, Βόλος 2008.
Χαρούλα Φράγκου, ιστορικό μυθιστόρημα «Τα κορίτσια με τις άσπρες κορδέλες», Βόλος 2016.
Εφημερίδα «Θεσσαλία», Ένθετο «Διαδρομές», 18.11.2001.
Προφορικές Μαρτυρίες Μαίρης Κόττα και Κατερίνας Πέτρου, προέδρων ΔΣ.
Πηγή: https://e-thessalia.gr/asylo-paidioy-voloy-afieroma-sta-100-chronia-apo-tin-idrysi-toy/
