
Του Νίκου Βαραλή
Ιούλης του 1974. Οι Τούρκοι φανήκαν από το πέλαγος.
Όλα τα μαύρα πράγματα έρχονται από το πέλαγος. Ο χωρισμός κι ο θάνατος είναι πάντα μια θάλασσα, μια μαύρη θάλασσα που βουλιάζει στην μνήμη των αφανών, το μαύρο γιούσουρι που τρώει τις ζωές των ανθρώπων. Μαζευτήκαν στο χωριό. Τι να πράξουμε; Στρατός δεν υπήρχε εκεί κοντά σκοτώνονταν αλλού. Όπως πάντα ήταν μόνοι. Πήραν τα κυνηγητικά που είχαν για τους λαγούς και τα ορτύκια. Όταν έγινε η απόβαση ρίξανε με τα σκάγια αλλά οι άνθρωποι δεν είναι ορτύκια ξεχύθηκαν από όλες τις μεριές, τους πήρανε τα όπλα, τους κλείσανε μέσα στα σπίτια, άλλους συνέλαβαν.
Ξεχώρισαν 15 και τους πήγαν στην αυλή του δάσκαλου. Μια μεγάλη αυλή με μια απλωμένη κληματαριά. Τα χέρια δεμένα. Τα κεφάλια κατεβασμένα. Τα σταφύλια κρέμονταν από πάνω. Η θάλασσα έφερνε μυρωδιές και επιθυμία. Η ζωή ξεχείλιζε από καλοκαίρι.
Εκεί κάθισαν οι δεκαπέντε και καμιά δεκαριά αρματωμένοι, ήταν γύρω τους. Περίμεναν τον αξιωματικό. Στα σπίτια γύρω ακούγονταν ριπές ή που και που ένα «όι οι μάνα μου». Ύστερα στριγκλιές από γυναίκες. Ο χάρος είχε βάλλει υπογραφή. Κανείς δεν θα γλύτωνε.
Αυτοί καθόταν με τα κεφάλια κάτω και περίμεναν τον αξιωματικό να διατάξει εκτέλεση. Ο δάσκαλος που δικό του ήταν το σπίτι σήκωσε το κεφάλι. Το παράθυρο ήταν σπασμένο. Ένα βόλι; Ένα πουλί; Πίσω από το παράθυρο ήταν όλη η ζωή του. Η Μυρτώ η γυναίκα του, ο γιος του ο Γιάννης ο Γιαννάκος του και η κόρη του η Μαρία.. βράδια μαζί να τους λέει παραμύθια και έξω να φυσάει ο αέρας, παιγνίδια στην παραλία να ακούει το γέλιο τους. Κι αυτός έκανε μαθήματα ακόμα και τα βράδια. Μαθήματα δωρεάν φυσικά για όλα τα παιδιά για να είναι καλύτερο το αύριο έτσι έλεγε. «εμείς είμαστε υπεύθυνοι για το αύριο».
Ευτυχώς η Μυρτώ έφυγε μαζί με τα παιδιά. Προλάβανε. Δεν θα τον έβλεπαν να πεθαίνει τουλάχιστον. Τον πήρε το παράπονο και δάκρυσε. «Την ζωήν ημών Χριστώ το Θεώ παραθόμεθα» . Η φράση ήρθε μέσα του ως απάντηση. Αυτός ήξερε. Άρα όλα γίνονται όπως θέλει Αυτός.. Ούτε μια ένα φύλλο δέντρο δεν μπορεί να κινηθεί αν δεν θελήσει αυτός. Άρα οι τούρκοι δεν είναι εχθροί του, σκέφθηκε. Αφού Αυτός ξέρει για την απόβαση , ξέρει για την κατοχή, ξέρει και επιτρέπει άρα δεν υπάρχουν εχθροί.. Θα μπορούσε να εμφανιστεί αν ήθελε με όλη του την μεγαλοπρέπεια και να δεις που θα πήγαιναν οι «εχθροί» αλλά και οι φίλοι. Πως το έλεγε είναι φοβερό «εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»;
Τότε βλέπει τον τούρκο τον αξιωματικό να έρχεται. Είναι ψηλός, δυο μέτρα. Παλικάρι σαν τον γιό του. Θα μπορούσε και να ήταν γιος του. Του έμοιαζε. Μόλις τον είδε θυμήθηκε τα ξενύχτια, τους πυρετούς του, τα πρώτα βήματα, το σχολείο τότε που καρφώθηκε ένα ξύλο στο πόδι του και έτρεχε σαν τρελός στην Λευκωσία.
Αυτός πλησιάζει. Όπως είναι ψηλός ένα σταφύλι από την κρεβατιά τον ακουμπάει στο μέτωπο. Χωρίς να το σκεφτεί το κόβει . Πάει να το βάλει στο στόμα του. Τότε ακούει τη φωνή του δασκάλου.
«Μην το φας! Προχτές το ράντισα με φάρμακο. Έχει δηλητήριο Θα πεθάνεις!»
Ο αξιωματικός παγώνει. Και τον ρωτάει ελληνικά:
«Γιατί; Σε λίγο θα δώσω διαταγή να σε σκοτώσουν. Γιατί δεν με άφησες να το φάω. Να πάρεις χαρά που θα πεθάνω και γω. Είμαστε εχθροί.»
Κι ο δάσκαλος έγινε πάλι δάσκαλος και πατέρας.
«Θα σου πω αλλά δεν ξέρω αν θα καταλάβεις. Μια φορά πριν από χρόνια αποφάσισα κι άφησα την ζωή μου στα χέρια του Θεού. Από τότε αυτός αποφασίζει. Για κάποιο λόγο που αυτός μόνο ξέρει εγώ θα πρέπει να πεθάνω και εσύ θα πρέπει να με σκοτώσεις. Αυτό δεν με κάνει να σε αγαπάω λιγότερο. Έχω ένα γιο στην ηλικία σου και στα μάτια όλως των παιδιών βλέπω τον γιό μου. Καταλαβαίνεις;»
Ακολούθησε σιωπή. Μετά είπε κάτι στα τούρκικα. Πήραν τα όπλα και φύγανε. Το βράδυ ο δάσκαλος και οι δεκαπέντε πέρασαν τα βουνά και βγήκανε Λευκωσία. Από τα πρώτα βρέθηκε το πρωί της Κυριακής στο ναό. Στα Σα εκ των σών έκλαψε για όλους για τους σκοτωμένους αλλά και για τους ζωντανούς. Υπάρχει ο δρόμος του σταυρού και ο δρόμος της γροθιάς. Ο δάσκαλος είχε επιλέξει από καιρό τον πρώτο δρόμο.
Ν.Β.
Πηγή:FB
