
Ταχυδρόμος 2007
Η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας (εκτός της Ελασσόνας) και τμήματος της Ηπείρου (Άρτα) το 1881 στο Ελληνικό κράτος, υπήρξε προϊόν του συνεδρίου στο Βερολίνο, τρία χρόνια νωρίτερα, όπου οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία, Γερμανία) έλαβαν κάποιες αποφάσεις, με πρωταρχικό γνώμονα τα δικά τους συμφέροντα. Το εδαφικό όφελος για την Ελλάδα, που παρέμενε σχεδόν στα όρια του 1830, αναμφίβολα θεωρείται σημαντικό και αποτελεί την πρώτη προσάρτηση ηπειρωτικών εδαφών, αφού είχε προηγηθεί η παραχώρηση των Ιονίων Νήσων, από την Αγγλία το 1864. Όμως, ξέχωρα από τις διαβουλεύσεις και τις βουλές των μεγάλων, σπουδαίο ρόλο στις εξελίξεις διαδραμάτισε και το επαναστατικό κίνημα του 1878 στη Θεσσαλία. Με σκληρούς αγώνες διατρανώθηκε το αίτημα της απελευθέρωσης των υπόδουλων τμημάτων, έστω κι αν αυτοί δεν είχαν νικηφόρα κατάληξη. Δρομολόγησαν όμως μια σειρά εξελίξεων, που σε συνδυασμό με το διεθνώς διαμορφούμενο κλίμα και τις επιδιώξεις των ισχυρών της εποχής οδήγησαν στο ποθητό αποτέλεσμα. Τα γεγονότα, όσον αφορά στο διπλωματικό τομέα δεν εξελίχθηκαν από την αρχή ομαλά, ούτε η πορεία ίσαμε την τελική απόφαση υπήρξε αβίαστη, δίχως εμπόδια και αντιδράσεις. Το συνέδριο του Βερολίνου διεξήχθη τον Ιούνιο του 1878, αλλά ακολούθησαν έντονες και χρονοβόρες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, ώσπου να καμφθεί η στάση κυρίως της Αγγλίας και να επιτευχθεί η αποδοχή των όρων της συνθήκης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πολιτική της Βρετανίας εκείνη την εποχή ήταν ενάντια στις ελληνικές θέσεις, με παροχή βοήθειας προς την Τουρκία για δικό της όφελος. Τη διαφοροποίηση σε αυτή τη στάση την έδωσε η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, όπου η νικήτρια του ρωσοτουρκικού πολέμου, Ρωσία, με τη δημιουργία της μεγάλης Βουλγαρίας πετύχαινε την απρόσκοπτη διέλευση των στενών του Βοσπόρου. Κάπου λοιπόν έπρεπε να υπάρξει ένας περιορισμός, γιατί καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν έβλεπε με καλό μάτι την Ρωσική κάθοδο στις νότιες θάλασσες. Ετσι η κοινή αντίδραση οδήγησε σε μια διαφοροποίηση των πραγμάτων και, ανάμεσα στα άλλα αποφασίστηκε και η παραχώρηση εδαφών στην Ελλάδα, ως αντίβαρο στο Βουλγαρικό (και Ρωσικό) επεκτατισμό. Σε τούτο συνέβαλε κυρίως η γαλλική πολιτική, που υποστήριξε περισσότερο από όλους τα ελληνικά αιτήματα, όχι τόσο από φιλελληνισμό αλλά εξαιτίας της παραδοσιακής της κόντρας με την Αγγλία. Η τελευταία αναγκάστηκε έπειτα από πιέσεις πολλών μηνών να συμφωνήσει, αν και δεν ήθελε να αδικήσει τους γείτονές μας, υπήρχε όμως η ενοχλητική και για αυτήν παρουσία της Ρωσίας. Πάντως με το επιχείρημα της βοήθειας προς την Τουρκία απέναντι στον αντίπαλό της, κατάφερε να αποσπάσει την Κύπρο.
Πέρα όμως από τις επίσημες διπλωματικές ενέργειες και τις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, έχουμε και τα πολεμικά γεγονότα που προηγήθηκαν, ώστε να οδηγηθούν τα πράγματα εκεί. Ο πόθος της απελευθέρωσης των υπόδουλων εδαφών υπήρξε δεδομένος, από τη στιγμή που οριοθετήθηκε στη γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού το κολοβό ελληνικό κράτος του 1830. Επρεπε βέβαια να ωριμάσουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να ευοδωθεί μια τέτοια προσπάθεια. Το επαναστατικό κίνημα του 1854 απέτυχε, αφού οι διεθνείς συγκυρίες καθιστούσαν απαγορευτικό το εγχείρημα. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα η κατάσταση επέτρεπε μια μεγαλύτερη αισιοδοξία για το ίδιο θέμα, αν και αρχικά δεν φαίνονταν πως είχαν αλλάξει και πολλά. Χωρίς αγώνες και θυσίες δεν κερδίζεται τίποτα, ούτε αποφέρουν ουσιαστικό και θετικό αποτέλεσμα οι συζητήσεις τρίτων από μόνες τους, δίχως και τη δική σου συμβολή. Με την ολοκλήρωση της επανάστασης του 1878, έστω κι αν σε επιχειρησιακό επίπεδο το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό, ευαισθητοποιήθηκε η προοδευτική κοινή γνώμη στην Ευρώπη, αποτελώντας έτσι μια καλή εξέλιξη για τα Ελληνικά δίκαια. Κι αφού και τα συμφέροντα των ισχυρών κρατών της εποχής κινούνταν στην ίδια περίπου κατεύθυνση, πραγματοποιήθηκε τρία χρόνια αργότερα η απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Άρτας στην Ήπειρο.
Θα εστιάσουμε την προσοχή μας σχετικά με τα γεγονότα της επανάστασης του 1878 στην περιοχή μας (Πήλιο), όπου και διεξήχθησαν οι περισσότερες επιχειρήσεις με αποκορύφωμα τις δύο μάχες στη Μακρινίτσα. Βέβαια και στην περιοχή της Αγιάς έγιναν αρκετές συγκρούσεις, όπως επίσης και στη δυτική Θεσσαλία (Καρδίτσα, Άγραφα κ.α.). Παρά την πλημμελή οργάνωση του κινήματος από το ελεύθερο κράτος, την έλλειψη κεντρικής διοίκησης και οργανωμένου σχεδίου, τα ένοπλα σώματα πολέμησαν με ηρωισμό και αυταπάρνηση, έστω κι αν ο συντονισμός μεταξύ τους ήταν ελάχιστος. Από τα τέλη του 1877 ξεκίνησε η μεταφορά επαναστατών που αποβιβάστηκαν στο νότιο Πήλιο με αρχηγό τον Λεωνίδα Βούλγαρη. Όλα τα χωριά άρχισαν να ξεσηκώνονται και ένοπλες ομάδες από ντόπιους και μη ενώνονταν στον κοινό αγώνα. Άνεμος ελευθερίας έπνευσε σε όλη την περιοχή, παρά την αρνητική στάση που τήρησαν οι προύχοντες και οι κοτσαμπάσηδες. Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος με τον αιχμηρό του λόγο κατακρίνει με βαρείς χαρακτηρισμούς την φιλότουρκη στάση τους (Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς σελ. 922 έως 933) τόσο κατά τη διάρκεια του κινήματος, όσο και μετά την επικράτηση των Τούρκων. Αποκορύφωμα των πολεμικών επιχειρήσεων υπήρξαν οι δύο μάχες στη Μακρινίτσα στις 6/2/1878 και 15-17/3/1878, που ήταν και η τελευταία της επανάστασης. Κατά την πρώτη μάχη, όπως γνωρίζουμε, συμμετείχαν με ουσιαστική συνεισφορά και οι γυναίκες του χωριού, που πολέμησαν με παροιμιώδη γενναιότητα. (Μαργαρίτα Μπασδέκη, Σουίπαινα κ.α.). Παρά την αμφίβολη έκβασή της και τα προβλήματα μεταξύ των ένοπλων τμημάτων, οι Τούρκοι θορυβήθηκαν και δεν συνέχισαν την προσπάθεια για κατάληψη του χωριού, αλλά συμπτύχθηκαν στο Κάστρο του Βόλου. Στη δεύτερη μάχη – την πιο συγκλονιστική και διαρκέστερη- μας δίνονται στοιχεία μεγάλου ηρωισμού από τις προσπάθειες των Ελλήνων να αποκρούσουν τους εχθρούς και να κρατήσουν τις θέσεις τους. Αν και επικρατούσε πολλές φορές ασυνεννοησία μεταξύ των διαφόρων σωμάτων, κάθε σπιθαμή γης πληρώθηκε με βαρύ τίμημα από τους επιτιθέμενους, οι οποίοι διέθεταν σαφώς ισχυρότερες δυνάμεις, σε αριθμούς και εξοπλισμό, όπως επίσης και πυροβολικό. Γι αυτό και επιδόθηκαν σε σφαγές μετά την είσοδό τους στην Μακρινίτσα και στην Πορταριά. Και κάπου εκεί έσβησε το κίνημα. Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες συγκαταλέγεται και ο Αγγλος δημοσιογράφος των Times Κάρολος Όγλ, που είχε συνταχθεί με του Ελληνες και έστελνε ανταποκρίσεις, υπερασπίζοντας την προσπάθειά τους. Ενδιαφέροντα είναι τα όσα αναφέρει ο Γιάννης Κορδάτος για το διπλό παιχνίδι των Times και της Αγγλικής πολιτικής, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και με αποκλειστικό σκοπό τα Αγγλικά και μόνο συμφέροντα (Οπ. π. σελ. 923). Μάλιστα το γεγονός της σφαγής του Όγλ επιχειρήθηκε να αποδοθεί στους επαναστάτες, όταν η κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε υπέρ της Ελλάδας και δόθηκε εντολή στον Αγγλο Πρόξενο του Βόλου, Μπόρελ, να συντάξει σχετική αναφορά. Αλλά εκείνος, όντας έντιμος και φιλέλληνας, αρνήθηκε να διαπράξη την ατιμίαν αυτήν…. Παράλληλα η Αγγλική διπλωματία, στη χώρα μας, καθησύχαζε τους επαναστάτες, ότι θα δοθεί ειρηνική λύση και να πάψουν τις εχθροπραξίες.
Εκτός από την εξιστόρηση του Κορδάτου, ιδιαίτερα κατατοπιστικά για τα γεγονότα είναι τα έργα: α) Μ. Σειζάνη, Η επανάστασις του 1878 και β) Ν. Γατζόπουλου, Πολεμικαί σελίδες.
Οι αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου άργησαν να υλοποιηθούν, όπως είπαμε, από τις αντιρρήσεις των Άγγλων και τις δυστροπίες των Τούρκων. Πήρε κάπου τρία χρόνια για να αρχίσει η αποχώρηση των Τουρκικών στρατευμάτων από τα εδάφη που θα προσαρτιόνταν στην ελληνική επικράτεια. Τον Ιούνιο του 1881 απελευθερώθηκε αρχικά η περιοχή της Αρτας και στη συνέχεια σταδιακά όλες οι θεσσαλικές πόλεις, με τελευταίο το Βόλο στις 2 Νοεμβρίου 1881. Η είσοδος του στρατού υπό τον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο, συνοδεύτηκε με πανηγυρικές εκδηλώσεις από το σύνολο του πληθυσμού. Όλος ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί κλαίγοντας από χαρά και επευφημώντας, ένα πραγματικό παραλήρημα ενθουσιασμού για το σπουδαίο γεγονός. Και όχι άδικα. Δεν ήταν και μικρό πράμα η αποχώρηση του ξένου δυνάστη, έπειτα από τεσσερισίμισι αιώνες κατοχής. Ανάλογες εκδηλώσεις έγιναν και σε όλα τα χωριά του Πηλίου. Οι μόνοι που κρατούσαν επιφυλακτική στάση μέσα στο γιορτινό κλίμα ήταν οι προύχοντες, όπως αναφέρει ο Κορδάτος, οι οποίοι τα είχαν βρει με το κατακτητή και δυσπιστούσαν στην καινούρια κατάσταση που διαμορφώνονταν.
Ο Βόλος το 1881 ήταν μια ανερχόμενη μικρή εμπορική πόλη, με προοπτικές δημιουργίας σπουδαίου λιμανιού στα βόρεια σύνορα -τότε – του κράτους. Η ανάπτυξη που ήδη είχε αρχίσει από τις προηγούμενες δεκαετίες, τώρα θα ακολουθούσε σαφώς ταχύτερους ρυθμούς, κάτι που φάνηκε αμέσως τα κατοπινά χρόνια. Ακόμη, πριν από την απελευθέρωση, είχε ξεκινήσει η επιχωμάτωση στα αβαθή της παραλίας, μπροστά από το νέο αναπτυσσόμενο τμήμα της πόλης, για να συνεχιστεί και να αποτελέσει κατά κάποιο τρόπο την απαρχή της διαμόρφωσης του λιμανιού. Με τα λιμενικά έργα, η έναρξη των οποίων έγινε το 1892, κατασκευάστηκε λιμάνι ικανό για τις ανάγκες που παρουσιάζονταν.
Σύμφωνα με την επισήμανση της καθηγήτριας της Πολεοδομίας Βίλμας Χαστάογλου η πόλη του Βόλου κατά τον χρόνο της ενσωμάτωσης στο Ελληνικό κράτος παρουσίαζε το μοναδικό φαινόμενο στην Ελλάδα της διπλής πόλης. Ανάμεσα στον παλιό πυρήνα , το Κάστρο δηλαδή και το καινούριο τμήμα που συνεχώς επεκτείνονταν, δεν υπήρχε καμία απολύτως επαφή και συνέχεια, αποτέλεσμα της ραγδαίας ανάπτυξης και της νέας πολεοδομικής αντίληψης. Η ένταξη των παλαιών στον ενιαίο πια πολεοδομικό ιστό θα έρθει σιγά σιγά τα επόμενα χρόνια, με την επέκταση της πόλης και θα αμβλυνθεί η κραυγαλέα αρχική διαφοροποίηση.
Η πρώτη απογραφή του 1881 κατέγραψε 4.987 κατοίκους, από τους οποίους οι 600 ήταν Οθωμανοί που διέμεναν στο Κάστρο και 300 Εβραίοι. Ενδεικτικό της αλματώδους ανάπτυξης που ακολούθησε, αποτελεί και η κατακόρυφη άνοδος του πληθυσμού που τετραπλασιάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Και βέβαια συνεχίστηκε στην επόμενη εκατονταετία.
Οι λεπτομέρειες για τα πρώτα βήματα του ελεύθερου Βόλου είναι γνωστές, καταγραμμένες σε τεκμηριωμένα έργα έγκριτων ερευνητών. Η δική μας μικρή καταγραφή έχει το χαρακτήρα της επετειακής υπενθύμισης, παρουσιάζοντας κάποιες πτυχές των γεγονότων που οδήγησαν στην απελευθέρωση. Για να θυμόμαστε πως η οδός 2ας Νοεμβρίου παραπέμπει στην απαρχή του ελεύθερου βίου της πόλης μας
Πηγη:https://www.taxydromos.gr/m/m_article.php?id=6806
Το τζαμί στα Παλιά Βόλου

Του Κώστα Νίκα
Μετά την κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς το 1423, στο κάστρο που αποτελούσε το βασικό πυρήνα της πόλης, εγκαταστάθηκε τουρκική φρουρά, με αποτέλεσμα πολλοί χριστιανοί να καταφύγουν στα χωριά του Πηλίου.
Η νέα οθωμανική πόλη που δημιουργήθηκε ήταν οριοθετημένη στα όρια του βυζαντινού τείχους του φρουρίου, ο περίβολος του οποίου σχημάτιζε ένα τέλειο τετράπλευρο, που ήταν ενισχυμένο στις τρεις πλευρές του με τετράγωνους οχυρωματικούς πύργους.
Τον 17ο αιώνα παρατηρείται σημαντική εμπορική δραστηριότητα στην πόλη, καθώς ιδρύονται εμπορικά μαγαζιά, τελωνείο και παζάρι. Η οθωμανική πόλη με τις δύο πύλες αρχίζει σιγά-σιγά να διαμορφώνεται και να οργανώνεται, συγκεντρώνοντας όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που συναντώνται στις οθωμανικές πόλεις, όπως αδιέξοδα στενά δρομάκια, κατοικίες πυκνά διατεταγμένες και τα βασικά κοινοτικά κτίρια που ήταν τα διοικητήρια, το λουτρό, οι στρατώνες, οι τρεις κρήνες και το τζαμί.
Η περιοχή του κάστρου συγκεντρώνει σήμερα τα παλαιότερα σωζόμενα μνημεία που αποτελούν αξιόλογα τεκμήρια για την ιστορία της πόλης. Δυστυχώς κάποια από αυτά τα κατάλοιπα του παρελθόντος δεν υπάρχουν πια, καθώς καταστράφηκαν για διάφορους λόγους το καθένα μέσα στο πέρασμα των χρόνων.
Όσο σήμερα και αν μας φαίνεται παράδοξο, κάποτε στη συνοικία των παλαιών υπήρχε οθωμανικό τζαμί. Οι παλαιότεροι και μεγαλύτεροι κάτοικοι της περιοχής πιθανόν να το θυμούνται, καθώς αυτό (το τζαμί) διατηρήθηκε μέχρι τη δεκαετία του ’60.
Το παλαιό τούρκικο τζαμί ήταν κτισμένο στο λόφο των Αγίων Θεοδώρων, σε περίοπτη θέση, ώστε να ξεχωρίζει από μακριά με τον ψηλό μιναρέ του. Η τοιχοδομία του, σύμφωνα με τον Ν. Γιαννόπουλο, αποτελούταν από μεγάλους ισοδομικούς λίθους, οι οποίοι ήταν καλά κατεργασμένοι και ήταν συνδεδεμένοι με διπλές σειρές τετράγωνων απτών πλίθων και παχύ στρώμα ασβέστου, σύμφωνα με το βυζαντινό σύστημα τοιχοποιίας.
Η χρονολόγηση του τζαμιού είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, όπως όμως πιθανολογεί ο Ν. Γιαννόπουλος, το οθωμανικό τζαμί πρέπει να κτίστηκε κατά τον 16ο αιώνα, την περίοδο δηλαδή που χρονολογούνταν και τα περισσότερα τζαμιά στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία.
Το 1651, το τζαμί υπέστη την πρώτη του καταστροφή από τον ενετικό στρατό και συγκεκριμένα από την επίθεση του Μοραζίνι, ο οποίος βομβάρδισε με τα κανόνια του το κάστρο, δημιουργώντας τεράστιες ζημιές. Οι Τούρκοι όμως κατά τη διάρκεια του τουρκοενετικού πολέμου και μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, κατάφεραν να επισκευάσουν και να ανακατασκευάσουν ξανά το κάστρο, το οποίο ήταν κατεστραμμένο ως τα θεμέλια και να κτίσουν πάλι το τζαμί.
Από εκείνη την περίοδο και μετά το τζαμί παρέμεινε στη θέση του και ύστερα από την ένταξη του Βόλου στο ελληνικό κράτος (1881) και την κατεδάφιση του τείχους του φρουρίου (1889). Το 1936, το τζαμί θα χάσει την κορυφή του, η οποία θα κοπεί από τους ισχυρούς ανέμους που έπληξαν τότε την περιοχή και θα διατηρηθεί έτσι ως το 1955. Τον Απρίλιο του 1955, οι δυνατοί σεισμοί και μετασεισμοί στον Βόλο, θα δημιουργήσουν πολλές ρωγμές και βλάβες στο τζαμί, έτσι ώστε το κτίσμα (όπως και πολλά άλλα σημαντικά κτίρια) θα κριθεί από τη δημοτική αρχή της πόλης κατεδαφιστέο.
Έτσι, μια δεκαετία περίπου αργότερα, επί δικτατορίας, το τζαμί καταστρέφεται ολοσχερώς, καθώς δεν υπήρχε εκείνη την περίοδο η σχετική νομοθεσία περί προστασίας και συντήρησης των ιστορικών μνημείων, που θα μπορούσε να παρεμποδίσει μία τέτοια ενέργεια, με αποτέλεσμα ο Βόλος να χάσει για πάντα ένα πολύτιμο ιστορικό κτίσμα που αποτελούσε βασικό τεκμήριο της οθωμανικής ιστορίας της πόλης.
Σήμερα, πληροφορίες για το τζαμί μπορούμε να πάρουμε μόνο από βιβλιογραφικές πηγές, καθώς το κτίσμα δεν υφίσταται πια. Με το τζαμί έχουν ασχοληθεί ο Κ. Λιάπης (ερευνητής) σε μελέτη του σχετικά με το κάστρο του Βόλου, καθώς και οι βυζαντινοί αρχαιολόγοι Ν. Γιαννόπουλος και Α. Ντίνα.
Πολύ σημαντικό είναι ακόμη και το φωτογραφικό υλικό που έχει διασωθεί από το αρχείο του φωτογράφου Κ. Ζημέρη, ο οποίος αποτύπωσε στον φωτογραφικό του φακό το τζαμί, με τον κολοβωμένο μιναρέ του, όπως σώζονταν το 1944. Το αρχείο του Κ. Ζημέρη υπάρχει σήμερα στο δημοτικό κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης Βόλου.
Το τζαμί μας είναι επίσης γνωστό και από την εικόνα του συγγράμματος του Coronelli, το οποίο είχε εκδοθεί στο Παρίσι το 1686, ενώ απεικόνισή του υπάρχει και σε ένα καρτ-ποστάλ από τη συλλογή του Σταύρου Μπατουδάκη, που χρονολογείται το 1930.
Το οθωμανικό τζαμί που έκτισαν οι Τούρκοι μέσα στο κάστρο της πόλης συνδέθηκε με την ανθρώπινη δραστηριότητα και ζωή, που αναπτύχθηκε στην περίοδο της τουρκοκρατίας στην πόλη του Βόλου. Με την πάροδο του χρόνου το κτίσμα ενσωματώθηκε στην ιστορία της πόλης και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της. Αν σήμερα το τζαμί υπήρχε, θα αποτελούσε αδιαμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά τεκμήρια του παρελθόντος και της πλούσιας πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας.
ΠΗΓΗ: http://nikaskostas.blogspot.com/2012/01/blog-post.html
ΥΓ: Σαν χθες, στις 2 Νοεμβρίου 1881, ο Βόλος πανηγύριζε την απελευθέρωσή του από την οθωμανική κυριαρχία και την ενσωμάτωσή του στο ελληνικό Κράτος.















