Η στρέβλωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η άνοδος του ναζισμού και του λαϊκισμού

Του Γιάννη Αναστασίου

Ο Φιλελευθερισμός ως επικρατούσα ιδεολογία της βιομηχανοποιημένης δύσης, στην Αγγλία τον 18ο αιώνα συνδέθηκε με την πολιτική επιδίωξη της συνταγματικής κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης, τη ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας και τις μεταρρυθμίσεις του Διαφωτισμού, οδηγώντας και σε επαναστατικές διεργασίες, με πρωτοπόρες τη Γαλλική και την Αμερικανική επανάσταση. Το κοινωνικό συμβόλαιο και οι θεωρίες των Rousseau, Kand, Hobbes, περί φυσικής κατάστασης των ατόμων, θεωρούνται ιστορικά, ως το ενορατικό εργαλείο σκέψης της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού, του πως έπρεπε να συγκροτούνται οι σύγχρονες κοινωνίες, ποιες είναι οι ευθύνες του ατόμου απέναντι στη πολιτεία.
Τα δυτικά πολιτικά συστήματα του 20ο αιώνα θεωρητικά υπήρξαν φιλελεύθερες δημοκρατίες που σχηματίστηκαν βάση των φιλελεύθερων αξίων και ιδεών, όπως η ελευθερία του λόγου, της θρησκευτικής λατρείας, τα δικαιώματα στην ιδιοκτησία κ.α. Το αίτημα του ηθικού και πολιτικού αυτοπροσδιορισμού, η ατομική ελευθερία, υπήρξε η πιο σημαντική πολιτική αξία και η ενοποιητικός ουσία του συνόλου της φιλελεύθερης ιδεολογίας. (Heywood 2007: 80)
Η ελευθερία ως φυσικό δικαίωμα για τους φιλελεύθερους δεν σημαίνει όμως και αποδοχή της έννοιας του δικαιώματος της απόλυτης ελευθερίας, καθώς τότε αυτή μεταμορφώνεται σε ασυδοσία, πλήττοντας το αρχικό δικαίωμα όλων, προκαλώντας βλάβη στην ελευθερία και την ύπαρξη των άλλων.
Οι ριζοσπάστες «ελευθεριακοί» προέκτειναν την σκέψη περί ατομικής ελευθερίας, ως τη μόνη κατάσταση ελεύθερης κυριαρχίας του ατόμου στο σώμα και το πνεύμα του, στις ικανότητες και τα χαρίσματα του, που όμως, δεν μπορεί να σημαίνει παραβίαση και κατάλυση της ελευθερίας του άλλου. Κάθε άνθρωπος τόνιζαν, έχει δικαίωμα στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ελευθερία, στα ίδια όμως πλαίσια ελευθερίας που ισχύουν για όλους τους ανθρώπους.
Οι κλασικοί φιλελεύθεροι ήταν εκείνοι που έδωσαν έμφαση στην ανάγκη και τα κίνητρα. Ο ηθικός σεβασμός τους στα ατομικά δικαιώματα, τους οδήγησε στις θέσεις εξιδανίκευσης του Βολταίρου, περί διαφωνίας και ανοχής της ηθικής, πολιτισμικής, πολιτικής και θρησκευτικής διαφορετικότητας και πλουραλισμού επηρεάζοντας καταλυτικά την διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης. Για τους κλασικούς φιλελευθέρους η ανεκτικότητα είναι σύμφυτη με την κυριαρχία των φιλελεύθερων ιδεών, οι οποίες πίστευαν πως επικρατούν ως οικουμενικές πεποιθήσεις των όποιων ανελεύθερων επιλογών.
Οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι μολονότι αντιθέτως, πίστευαν πως ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός οδήγησε σε νέες μορφές κοινωνικής αδικίας, διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, επίσης αναζητούσαν τη δίκαιη κοινωνία, όπου ο πλούτος που παράγεται πρέπει ν’ ανακατανέμεται μέσω του κράτους πρόνοιας, το οποίο θα πρέπει να λειτουργεί σε όφελος των λιγότερο εχόντων. Διά μέσου του κράτους υποστήριζαν επιβάλλεται η ειρήνη, όπου ο άνθρωπος με κίνητρο το προσωπικό του συμφέρον εκχωρεί την ατομική του ελευθερία σε αυτό, αποκτώντας έτσι την ασφάλεια της ελευθερίας του, ως προϋπόθεση για την άσκησής της.
Για τον Μαρξισμός η οικονομική και πολιτική ελευθερία είναι φενάκη, καθώς στον πραγματικό κόσμο το φυσικό πρόσωπο εμποδίζεται να ασκήσει την ελευθερία του για την επίτευξη ενός σκοπού. (Berlin, 2001, 258) Περιέγραφε την ελευθερία, ως ελευθερία ορισμένων η οποία εξαρτάται από την δυστυχία κάποιων άλλων, η οποία εν κατακλείδι δεν είναι ελευθερία, αλλά ένα σύστημα άδικο και ανήθικο. Ο Μαρξ μέσω του αντιφατικού και ανταγωνιστικού χαρακτήρα της Νεωτερικότητας προσπάθησε ν’ αποδείξει ότι η μόνη ελευθερία που πραγματώνεται την περίοδο του καπιταλισμού είναι αυτή των αγορών.
Ο Χέγκελ από την πλευρά του, υποστήριξε ότι το κράτος αποτελεί τη βάση που επιτρέπει στους πολίτες να πραγματώσουν την ελευθερία τους, όταν είναι απαλλαγμένο από την τυραννία, και αντιπροσωπεύει τη δυνητική ενότητα του ορθού λόγου και της ελευθερίας, διαθέτει εκείνη τη θεσμική οργάνωση που εξασφαλίζει τον βαθμό ελευθερίας των πολιτών του και υπόκεινται στην άμεση λογοδοσία. (D. HELD, 152, 165)
Οι σοσιαλιστές και οι στοχαστές του αποκαλούμενου τρίτου δρόμου γοητευμένοι από την ιδέα του κοινωνικού κράτους ως το βασικό μέσο μεταρρύθμισης του καπιταλισμού, έθεσαν σε κάθε περίπτωση τη κοινωνική ισότητα ως θεμελιώδη αξία που διασφαλίζει τη κοινωνική συνοχή και αδελφοσύνη προάγοντας ταυτόχρονα την διεύρυνση της ελευθερίας με την θετική της έννοια, δηλ, την σοσιαλδημοκρατική οπτική, η οποία έχει αναφορά στις σύγχρονες φιλελεύθερες ιδέες και όχι στις παραδοσιακές σοσιαλιστικές αρχές. (Heywood 2007, 271)
Οι σοσιαλιστές μεταμόρφωσαν την ελευθερία σε κεϋνσιανική σοσιαλδημοκρατία που αποδέχεται την ορθολογική συγκρότηση της κοινωνίας, θεμελιώνοντας την -για την προστασία της- με την δικαιοσύνη, την οποία όμως ο Μαρξ απέρριπτε ως παυσίπονο – θεραπευτικό μέσο της αγοράς. Η ελευθερία άλλωστε, μέσω της δικαιοσύνης δεν νοθεύεται, καθώς οι αρχές της δικαιοσύνης είναι αυτές που καθορίζουν τον τρόπο που ανταποκρινόμαστε στις ανάγκες των άλλων, με το κριτήριο της ηθικής ισότητας εντός του κοινωνικού συμβολαίου, σταθμίζοντας ουσιαστικά τη σημασία των άλλων αξιών, όπως η ελευθερία. (Kymlicka 2005, 275-6, 282 )
Στην κριτική θεωρία των Χορκχάιμερ – Αντόρνο της σχολής Φρανκφούρτης, ο αστικός καπιταλισμός στη μετά τη φιλελεύθερη περίοδο, μείωσε την επιρροή στο άτομο των διαμεσολαβητικών θεσμών κοινωνικοποίησης όπως η οικογένεια. Η ναζιστική Γερμανία δείχνει ιδανική περίοδος μελέτης αυτής της προσέγγισης, καθώς ο ρόλος των διαμεσολαβητικών θεσμών, καταλήφθηκε από το ναζιστικό κόμμα και τις οργανώσεις νεολαίας οδηγώντας στην επικράτηση του φασισμού. Οι νέοι θεσμοί λειτούργησαν ως παράγοντες διαμόρφωσης της ατομικότητας σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επηρεάσουν το άτομο που ανήκε μαζικά σε αυτές, περισσότερο ακόμη και από τους οικογενειακούς δεσμούς και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Η κριτική θεωρία βεβαίως δεν ταυτίζει τον ολοκληρωτισμό του ναζισμού και τον αντισημιτισμό με την δυτική κουλτούρα, διαπιστώνει όμως ότι, σε τέτοιες συνθήκες η οικονομική βάση της ατομικότητας υποχωρεί και παρακμάζει, δίνοντας την θέση της στη συμμετοχή του ατόμου σε ολοκληρωτικούς θεσμούς ή δομές, σε συλλόγους, ομάδες και οργανώσεις, με αποτέλεσμα την αφομοίωση του ατομικού από το συνολικό.
Οι σύγχρονες κοινωνίες ως ολότητες αντιμετωπίζουν την κυριαρχία του φαινομένου ήδη, από έναν εσωτερικό ολοκληρωτισμό που αφομοιώνει και εξαφανίζει κάθε αντίσταση. (Ian Craib , 2011, 315) Ο Αντόρνο ισχυρίζεται πως πρόκειται για την υποχώρηση της ατομικότητας και της υποκειμενικότητας της ελευθερίας του ατόμου, ως τελικό ανάχωμα απέναντι στην μαζική κυριαρχία των δυνάμεων της νεωτερικής κοινωνίας της κάθε περιόδου. (Χορκχάιμερ- Αντόρνο, Αθήνα, 1986, 148) Κρίσιμο ρόλο στη κατανόηση αυτών των φοβικών αντανακλαστικών μιας κοινωνίας, της αδιαφορίας και της ανοχής της στα όσα άσχημα μπορούν να συμβούν στην πορεία στρέβλωσης μίας δημοκρατίας, -όπως συνέβη λ.χ στην περίοδο της δημοκρατίας στη Βαϊμάρη την εξουσία της οποίας μην λησμονά κανείς ο Χίτλερ και οι εθνικοσοσιαλιστές κατέκτησαν με δημοκρατική εκλογή – διαδραματίζει η επιρροή της πολιτικής σκέψης του κοινοτισμού, που αναδεικνύει την αξία της κοινότητας ακόμη και ως προτεραιότητα σε σχέση με την ελευθερία και την ισότητα που παράγονται από εκείνη. (Kymlicka, W, Πόλις 2005, 319)
Η ανεκτικότητα που αποτελεί θεμελιώδη αξία προαγωγής των ευρωπαϊκών αρχών της ατομικής ελευθερίας ή αυτονομίας στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, φαίνεται να μεταλλάσσεται σε μη ανεκτικότητα προς τις μη φιλελεύθερες ομάδες, ή ομάδες στόχους, μέσου του λαϊκισμού και της προπαγάνδας που θεριεύουν.
Είναι χαρακτηριστική η αντίφαση λ.χ σήμερα, των φιλελευθέρων ευρωπαϊκών κρατών απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, ως προς την μη επέκταση γι’ εκείνους, της αρχής της θρησκευτικής ανεκτικότητας, όταν η εν λόγω αρχή υπήρξε κρίσιμη παράμετρος ως ατομικό δικαίωμα για τους ίδιους τους ευρωπαίους, στην οικοδόμηση της φιλελεύθερης θεωρίας στο πλαίσιο της θρησκευτικής ανεκτικότητας της δύσης, όταν οι ίδιοι υπήρξαν μετανάστες ή πρόσφυγες.
Ισχυρή παράμετρος στη προσπάθεια κατανόησης της ανοχής της κοινωνίας της στρέβλωσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας από μία εκλεγμένη κυβέρνηση, έχει η θέση του Μακιαβέλι για το κράτος, που διακήρυττε ότι, η πολιτική του και η πάση θυσία επιδίωξη της ισχύος του, έχουν προτεραιότητα έναντι των ατομικών συμφερόντων και της ιδιωτικής ηθικής. (D. Held , Αθήνα, 2007, 70) Το καλό κράτος έλεγε, ήταν πρώτα και κύρια το ασφαλές και σταθερό κράτος, θέτοντας την διάσταση της αντίληψης της κυριαρχίας και της ασφάλειας του κράτους – έθνους, που ελέγχει το πεπρωμένο του και δεν αμφισβητείται από τους πολίτες. (D. Held, Αθήνα, 2007, 397)
Όταν η πολιτική εκπροσώπηση ευνοεί την κατάλυση του δικαιώματος της ελευθερίας των πολιτών (και αδύναμων), οι συνέπειες είναι σοβαρές. Η εξουσία προσηλωμένη στο λαϊκισμό και τη προπαγάνδα, κενή συνήθως από ιδέες και ηγετικές φυσιογνωμίες, κατασκευάζει τους ηγέτες και τα ιδεολογήματα της, που καθοδηγούν την κοινή γνώμη οδηγώντας την στη πλάνη, πετυχαίνοντας ο λαός να μην την ελέγχει. (D. Held, Αθήνα, 2007, 324) Η εκλογική διαδικασία σε αυτές τις περιπτώσεις μοιάζει περιττή, σαν καταναλωτική επιλογή όπου οι πολίτες εγωιστικά επιδιώκουν ως αντάλλαγμα εκλογής των εκπροσώπων τους, την απόκτηση και κατοχή αντικειμένων και πόρων, για την ικανοποίηση των δικών τους προσωπικών αναγκών ή επιθυμιών. (D. Held, Αθήνα, 2007, 325)
Στη περίπτωση του Ναζισμού, ο Αγών μου και η θεωρία του Χίτλερ περί Άριας Φυλής, στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ωε ιδεολογία, αλλά ένα λαϊκίστικο, ψυχοπαθολογικό εφεύρημα – κατασκεύασμα, που σε κατάλληλες συνθήκες οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής απόγνωσης και ηθικής κατάπτωσης, καλλιέργησε την πελατειακή λογική σε ανέργους ή κακοπληρωμένους βιομηχανικούς εργάτες ψηφοφόρους, σε αγρότες που έβλεπαν τους κόπους τους να μην έχουν αξία, δημιουργώντας την ψευδεπίγραφη εικόνα ενός ηγέτη που μπορεί να δώσει απαντήσεις στην πληγωμένη εθνική υπερηφάνεια ενός λαού και στα οικονομικά του αδιέξοδα.
Η εν λόγω προσέγγιση δεν απαντά όμως στο ερώτημα γιατί αντίστοιχα εθνικιστικά ή ρατσιστικά ιδεολογήματα, έχουν οπαδούς και αυξάνουν την ελκυστικότητά τους, σε κοινωνίες και κράτη που δεν βρίσκονται υπό καθεστώς οικονομικής κατάρρευσης και κοινωνικής αποσύνθεσης, όπως συμβαίνει σήμερα στη κεντρική Ευρώπη και αλλού. Ίσως πρέπει ν’ αναζητήσουμε την απάντηση, στην κυριαρχία του κράτους έθνους, που μέσω της ύπαρξης των συνόρων και της αίσθησης της εθνικής αξιοπρέπειας, ήταν αυτό που τροφοδότησε τον εθνικισμό και την ιδέα της ενιαίας εθνικής κοινότητας, ορίζοντας την έννοια του έθνους ως ενιαία πολιτική κοινότητα με κοινή εθνική γλώσσα, κοινό πολιτισμό και ταυτότητα, οδηγώντας στην έκφραση του φιλελεύθερου εθνικισμού, ως υποδοχέα και ευήκοο ακροατή ανελεύθερων θέσεων σε περιόδους εθνικιστικών εξάρσεων.
Η ιδέα της εθνικότητας σε αυτή την έκφανση του εθνικισμού, μολονότι συνήθως αποτελεί βάση για την επίτευξη των φιλελεύθερων ιδεωδών της δικαιοσύνης και της ελευθερίας εντός των τειχών, στη κλίμακα των ζητημάτων της παγκόσμιας δικαιοσύνης ή της αποδοχής αυτών των αξιών για όλες τις ομάδες των πολιτών, δεν έχει τα ίδια πολιτικά αποτελέσματα.
Ο ακραία στρεβλός «φιλελεύθερος εθνικισμός» της ναζιστικής λ.χ περιόδου, έδειξε πως η εξουσία και οι πολίτες που την στήριξαν, νοιάζονταν μόνον για τους Γερμανούς -και δει τους οικονομικά ανίσχυρους-, αδιαφορώντας για τους στοχοποιημένους εχθρούς ξένους προς την ταυτότητα και την ψευδεπίγραφη εικόνα της άριας φυλής, πολίτες της Γερμανίας, Εβραίους που είχαν διαφορετική θρησκεία και κουλτούρα, τσιγγάνους, ΑΜΕΑ, ομοφυλόφιλους, κουμουνιστές. Το ίδιο δείχνει να συμβαίνει και σήμερα στην φιλελεύθερη σύγχρονη Ευρώπη με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, μολονότι η διάσταση της παγκόσμιας δικαιοσύνης πλέον, αμβλύνει τα προβλήματα που οδηγούν στις συγκρούσεις. (Kymlicka,W, Πόλις 2005,391)
Το μοντέλο της ιδιότητας του πολίτη ως κατόχου κοινών δικαιωμάτων, είναι κρίσιμος κρίκος εμπέδωσης των φιλελεύθερων αρχών μιας δημοκρατίας. Συνδέεται διαχρονικά με τις ιδέες της εθνικής ολοκλήρωσης για όλους, όπως και με την ενσωμάτωση των διαφορετικών ομάδων σ’ έναν κοινό εθνικό πολιτισμό, βάση επιδοματικών πολιτικών ή ενισχύσεων σύγκλησης, οικονομικής αναδιανομής, άρσης αδικιών και αποκλεισμών. (Kymlicka,W, Πόλις 2005,455) Ο εθνικισμός ενισχύεται από αυτές τις στρεβλώσεις των φιλελεύθερων ιστορικά θεμελιωδών αξιών, που μπορούν να γίνουν όχημα μεταμόρφωσης φασιστικών και εθνικοσοσιαλιστικών ιδεολογημάτων, φοβίζοντας τόσο τους ανθρώπους που διαθέτουν πλούτο, όσο και εκείνους που θεωρούν ότι, θα υποστούν τις συνέπειες από τη διάβρωση του κράτους πρόνοιας και των όποιων αναδιανεμητικών πολιτικών, που πιστεύουν ότι, θα έπρεπε να υφίστανται υπέρ τους.
Ο εθνικοσοσιαλισμός στην ναζιστική Γερμανία ταυτίστηκε με την συγκρουσιακή λογική της περιόδου του μεσοπολέμου που επέφερε καταστρεπτικά δεινά στην Ευρώπη, στις ανθρώπινες ζωές, στην καταστροφή των υποδομών και των συγκοινωνιών, στο έλλειμμα των 16 εκατομμυρίων κατοικιών για τις στεγαστικές ανάγκες των πολιτών, των θεσμών που είχαν πληγωθεί ανεπανόρθωτα, στη καχυποψία και απροκάλυπτη εχθρότητα μεταξύ των πολιτών των ευρωπαϊκών χωρών μολονότι διατρέχονταν από κοινές παραδόσεις, πολιτικές και θρησκευτικές αξίες και ιδέες.
Οι Ναζί, αλλοίωσαν την αμιγώς πολιτιστική και όχι φυλετική θέση του Χέγκελ περί της ιδέας της «καθολικής ιστορίας» των εθνών, μέσω της ενιαίας ταυτότητας που προκύπτει από τη μείξη και άλληλο-γονιμοποίηση των διαφορών των λαών. Σε αυτή τη περίπτωση το πολιτιστικό επίτευγμα του κάθε λαού έχει την ξεχωριστή του θέση στην κοινή ιστορική πλατφόρμα της παν-ανθρώπινης ηθικής συνειδητότητας, μιας πραγματικότητας που συνεχώς εξελίσσεται, έλεγε ο Χέγκελ, που κόμιζε μια ποιο ευρω-κεντρική αριστοκρατική θεώρηση για το εάν όλοι οι λαοί είναι εξίσου σημαντικοί στην ανέλιξη του πολιτισμού. Ισχυρίζονταν ότι, σε κάθε ιστορική φάση μόνον ένας λαός υπερτερεί και οδηγεί στις δυναμικές αλλαγές του πολιτισμού και της ιστορίας σφραγίζοντας μίαν εποχή. Υποστήριξε ότι, μόνον τα γερμανικά έθνη μέσω του χριστιανισμού συνειδητοποίησαν πως ο άνθρωπος είναι ελεύθερος ως άνθρωπος και ότι η ελευθερία του πνεύματος αποτελεί την ποιο ιδιαίτερη φύση του. Αναφέρονταν όμως στον νοούντα Λόγο, δηλ, στην αυτοσυνειδησία της ελευθερίας που συναποτελεί μαζί με την νόηση μία ενιαία ρίζα.
Ως πιθανή παράμετρο ανοχής της γερμανικής κοινωνίας στον ναζισμό πρέπει να εξεταστεί και η παθητικότητα του Λουθηρανισμού -ως μειονέκτημα του- απέναντι στο ζήτημα της αυθαιρεσίας της εξουσίας. Ο ριζοσπαστισμός της Μεταρρύθμισης στην γη που την γέννησε, εκ του αποτελέσματος δεν μπόρεσε να διαδραματίσει τον ρόλο που έπαιξε σε άλλες ιστορικές περιόδους, όταν διακήρυττε πως η τυραννική διακυβέρνηση δεν συνιστά συντεταγμένη πολιτεία, αλλά παράνομη αρχή που πρέπει να ανατραπεί. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα που συνδέθηκε πολύ στενά με τα γεγονότα της Μεταρρύθμισης, της εξέγερσης των ιπποτών και αργότερα το 1526 ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία, όταν τέθηκε υπό αμφισβήτηση η πολιτική τάξη και η κατοχή των γαιών από τους ευγενείς που τις κατείχαν. Ο ίδιος ο Λούθηρος ήταν αυτός που καταδίκασε την ανταρσία των χωρικών που κατέληξε να πνιγεί στο αίμα με θύματα 100 χιλιάδες χωρικούς. (Π. Κανελλόπουλος, Αθήνα 1976, σ.41)
Η παραβίαση των θεμελιωδών αρχών του ανθρώπου ως προς την αξία της ανθρώπινης ζωής με το Ολοκαύτωμα, πέραν της ψυχοπαθολογίας και της παράνοιας της πράξης, δείχνει ότι, οι Εβραίοι στο θρήσκευμα πολίτες στην ψευδώς φιλελεύθερη γερμανική κοινωνία του Μεσοπολέμου που είχε δομηθεί, δεν συμμετείχαν ως ισότιμοι Γερμανοί πολίτες με τους εθνικά και γλωσσικά γνήσιους συμπολίτες τους, που έπρεπε να χαίρουν αδιαπραγμάτευτα ίδιου σεβασμού, ως κάτοχοι του ίδιου δικαιώματος της ελευθερίας. Οι Εβραίοι της Γερμανίας των οποίων τη γερμανική υπηκοότητα αφαίρεσαν οι Ναζί το 1935, κατασκευάστηκαν από ένα ανελεύθερο καθεστώς που ανήλθε στην εξουσία με δημοκρατικό τρόπο σε μία περίοδο οικονομικής, εθνικής και κοινωνικής ανασφάλειας, ως ο απόλυτος εχθρός. Αντιμετωπίστηκαν ως ξένο σώμα, ως υπαίτιοι της κακής μοίρας, της ατυχίας, της ανεργίας, των αντικειμενικών παραμέτρων της οικονομικής καθίζησης ενός λαού που πλήρωνε δυσανάλογα ως συνέπειες των λαθών του, τους σκληρούς όρους που επέβαλαν οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

* Είχε δημοσιευθεί στο istigmes.com στις 20 Σεπτέμβριος 2018 16:17

Προηγούμενο άρθροΗ Μάγδα Φύσσα «αδειάζει» Βαρουφάκη: Δεν με ενημέρωσε, δεν αποδέχομαι την πρότασή του για ΠτΔ
Επόμενο άρθροΗ πίτα της Α’ Βάθμιας εκπαίδευσης