Του Γιάννη Αναστασίου
Τον Σεπτέμβριο του 2023 ο νομός Μαγνησίας ήταν ο μοναδικός νόμος της χώρας όπου το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας ηττήθηκε στο α’ γύρο των περιφερειακών εκλογών.
Ναι, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο αποτέλεσμα, οι πλημμύρες και η ανεπάρκεια της αλαζονικής Περιφερειακης Αρχής της ΝΔ, όμως, αν σκεφτεί κανείς πως σε κάθε εκλογική αναμέτρηση πάντοτε υπάρχουν τα σοβαρά ζητήματα που εν τέλει αποτελούν και τα κυρίαρχα διλήμματα για τους εκλογείς ως προς την επιλογή τους, τότε πρέπει όλοι να αναλογιστούμε, γιατί το δυστύχημα των Τεμπών, οι υποκλοπές, η ακρίβεια, η κατάσταση στη δημόσια υγεία, η στεγαστική κρίση, η καθημερινότητα των πολιτών… δεν συνέβαλαν ως αιτίες στο να υπάρξει εκλογικό αποτέλεσμα πολιτικής ανατροπής της Νέας Δημοκρατίας και του κ. Μητσοτάκη στις ευρωεκλογές.
Στη Μαγνησία ήμασταν όλοι μαζί … Έτσι δόθηκε το χαστούκι στην κυβέρνηση στη Θεσσαλία, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, με το όλοι μαζί.
Η αποχή των ευρωεκλογών σαφώς συνιστά αποδοκιμασία σε όλο το πολιτικό σύστημα. Η κακή εικόνα του ΠΑΣΟΚ στην Αθήνα και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα δεν είναι φυσικά οργανωτικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό ζήτημα στρατηγικής και εικόνας της παράταξης.
Η απογοήτευση του πολίτη που δεν πήγε να ψηφίσει, αλλά δεν καταψήφισε ταυτόχρονα τη ΝΔ κάνοντας μία άλλη επιλογή, δείχνει ότι ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ δεν έπεισαν. Και εάν για τον ΣΥΡΙΖΑ η δικαιολογία των δύο διασπάσεων μπορεί να διασώζει πρόσκαιρα την ηγεσία Κασσελάκη με το επιχείρημα της αντοχής που μπορεί να δώσει μία υπόσχεση επανεκκίνησης, για το ΠΑΣΟΚ η οριακή αύξηση του εκλογικού του ποσοστού δεν δικαιολογεί την ήττα της τρίτης θέσης και κυρίως την μη επίτευξης του στόχου να γίνει το δεύτερο κόμμα και η κυρίαρχη δύναμη στο χώρο της δημοκρατικής παράταξης.
Η συζήτηση μοιραία οδηγεί στο γιατί τα κόμματα της δημοκρατικής παράταξης δεν μπορούν σε επίπεδο εθνικών εκλογών να κάνουν πράξη το σύνθημα που νίκησε στις εκλογές της αυτοδιοίκησης: «Κάντο όπως στη Θεσσαλία, όπως στην Αθήνα όπως στη Θεσσαλονίκη»
Προφανώς η αιτία, σχετίζεται με την πολιτική στρατηγική… της παντελούς έλλειψης συζήτησης δηλ, που οφείλει να υπάρξει για το σταδιακό χτίσιμο ενός νέου ενωμένου δημοκρατικού μετώπου.
Το πραγματικό πρόβλημα λοιπόν είναι ότι οι ηγεσίες των δύο κομμάτων δεν είχαν και δεν πίστευαν μέχρι προχθές σε αυτή την στρατηγική. Εάν πίστευαν θα υπηρετούσαν έναν διαφορετικό συγκεκριμένο πολιτικό σχεδιασμό, χωρίς διχαστικό πολιτικό λόγο χτίζοντας αξιόπιστες γέφυρες συνεννόησης, προετοιμάζοντας το εκλογικό τους σώμα.
Όταν κάποιος πιστεύει στην ανάγκη συνένωσης των δημοκρατικών δυνάμεων στην υπάρχουσα πολιτική πραγματικότητα του κατακερματισμού της, πρέπει εκτός της επιθυμίας του το κόμμα του να ηγηθεί της δημοκρατικής παράταξης, να είναι διατεθειμένος να δεχτεί, ότι, το κόμμα του μπορεί να λειτουργήσει απλώς ως δυνητικός κυβερνητικός εταίρος όταν επιτευχθεί ο στόχος της πολιτικής ανατροπής. Δηλ, άλλος να είναι ο υποψήφιος Πρωθυπουργός και πιθανώς άλλο να είναι και το όνομα του συνασπισμού κομμάτων που θα διεκδικήσει αυτή την ανατροπή. Ο στόχος δεν είναι το μπόνους των εδρών του πρώτου κόμματος, αλλά η πρώτη θέση των εθνικών εκλογών που δίνει την πολιτική πρωτοκαθεδρια και αλλάζει τα πολιτικά δεδομένα.
Το ζητούμενο εν τέλει δεν μπορεί να είναι εάν το ΠΑΣΟΚ ή ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι η ηγέτιδα δύναμη μιας κατακερματισμένης κεντροαριστεράς, αλλά πως θα συμβάλουν στην δημιουργία του πλειοψηφικού ρεύματος ανατροπής της εξουσίας της ΝΔ και του κ. Μητσοτάκη με τις περισσότερες δυνάμεις της δημοκρατικής παράταξης που μπορούν να ενωθούν.
Στο ΠΑΣΟΚ ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν κατάφερε τους στόχους του… δεν πίστεψε στην στρατηγική της δημοκρατικής πλειοψηφίας και οφείλει ν’ απολογηθεί, να κάνει την αυτοκριτική του. Όλοι οφείλουν να κάνουν την αυτοκριτική τους, διότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι ιδιοκτησία κανενός παρά μόνον των πολιτών της δημοκρατικής παράταξης και των προσδοκιών τους για ένα καλύτερο αύριο της χώρας.
Όλα όσα συμβαίνουν σήμερα στον χώρο δεν είναι ουρανοκατέβατα… οι πληγές των πολιτικών της μνημονιακής περιόδου, ο διχασμός της δημοκρατικής παράταξης, ο σκληρός πολιτικός λόγος, οι βαριές κουβέντες, η έλλειψη αυτοκριτικής από όλες τις πλευρές και πειστικού μεταρρυθμιστικού λόγου, εν τέλει υπηρέτησαν συνειδητές στρατηγικές επιλογές ενός αυτόνομου μικρομεγαλισμού που περιχαράκωσαν τις ηγεσίες των κομμάτων εδραιώνοντας μεν την εξουσία τους, απομακρύνοντάς τες όμως από την μεγάλη εικόνα της αναγέννησης της δημοκρατικής παράταξης ως μεγάλη και πλειοψηφική, ως αναγκαιότητα για την κεντροαριστερά και τη χώρα. Πλέον ήρθε ένα ακόμη χαστούκι…. Διότι το εκλογικό χαστούκι ήρθε, όσο και εάν ορισμένοι κάνουν ότι η ζαλάδα που το συνοδεύει, δεν τους αφορά και τόσο. Οπότε ήρθε και ώρα των μεγάλων αποφάσεων και των μεγάλων αλλαγών. Ήρθε η ώρα της συμπόρευσης εκείνων που ήταν σε διαφορετικές πλατείες, ψήφισαν άλλοι ΝΑΙ και άλλοι ΟΧΙ, που ακόμη και σήμερα πολιτεύονται με γνώμονα το “ο θάνατος σου η ζωή μου”. Αυτό όμως θέλει βούληση, αυτοκριτική και πολιτική γενναιότητα. Θέλει πρωτοβουλίες που θα υπερκεράσουν από τα κάτω, όσους και πάλι για τα ατομικά τους συμφέροντα και ρόλους, του μικροκομματικούς τους στόχους και στρατηγικές, θελήσουν να σταθούν εμπόριο.
Θυμίζω δε πως επειδή η χώρα και οι πολίτες προηγούνται των κομματικών ομάδων και περιχαρακώσεων… πως ο Ανδρέας Παπανδρέου το 89 όχι μόνο κάθισε στο ίδιο τραπέζι με τους διώκτες και αντιπάλους του, αλλά κυβέρνησε έστω και για λίγο μαζί τους με τον Ξ. Ζολώτα.
Εν κατά κλειδί… Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να οδηγηθεί σε Συνέδριο το φθινόπωρο για να αποσαφηνίσει την στρατηγική και τις επιλογές του και για να αναδείξει στη συνέχεια με ανοιχτή εκλογική διαδικασία τον ηγέτη του, ο οποίος οφείλει να σεβαστεί το μήνυμα και την αγωνία των πολιτών για την δημιουργία του μεγάλου δημοκρατικού πλειοψηφικού ρεύματος που θα νικήσει την ΝΔ. Η συζήτηση πρέπει να ανοίξει πραγματικά και όχι προσχηματικά, η συζήτηση δεν είναι εσωστρέφεια και δεν αφορά μόνον το κομματικά όργανα, αλλά την κοινωνία. Όλοι οφείλουν να αναμετρηθούν με την ιστορία και την αξιακή παρακαταθήκη της παράταξης