
Τη νύχτα υψώθηκαν οι πύργοι.
Ο πρώτος ήτανε στα βράχια μόνος
Μιλούσε με το βοριά και είχε
τα κύματα για να προσεύχεται
Ο δεύτερος στήθηκε στην άκρη του γκρεμνού
Κοιτούσε τα πουλιά που σκαρφάλωναν στον άνεμο
και προσεύχονταν σε ότι ζωντανό
κρατούσε επάνω του ο βράχος
Κι ο τρίτος φύτρωσε στη μέση εκεί της θάλασσας
κοιτούσε κατά την ανατολή
και ένοιωθε τη μοναξιά
να στάζει από πάνω του σαν χρόνος.
Για να τον φτιάξει ο χτίστης
κλείδωσε στον αέρα τους ανέμους
σταμάτησε το γαλαξία να μιλά
κι αυτός σε όρκο σιωπής από καιρό
μιλούσε μόνο στις πέτρες και αυτές πηγαίνανε.
Λένε πως αυτόν τον μίσησαν οι άλλοι δυο κτιστάδες
και μια νύχτα που κοιμήθηκαν τα’ αστέρια
εκεί στα ριζά του πύργου του, του δικού του
τον σκότωσαν
Το αίμα έβαψε τον ουρανό,
και το φεγγάρι μάτωσε εκείνη εκεί την νύχτα
ακόμα και τις πέτρες έβαψε
να είναι αυτές οι φύλακες της μνήμης των ανθρώπων.
Οι φονιάδες δεν βρήκαν ξημέρωμα για να χαρούν.
Οι πύργοι τους γίνανε μπάζα
και κύλησαν αργά
σαν τα σκουπίδια μες στα κύματα.
Έμεινε μόνο ο πύργος αυτός του σκοτωμένου
να στέκεται στη θάλασσα
για να τον κλαίει ένα κορίτσι
που τα μαλλιά του φτάνουνε μέχρι τον ήλιο.
Ένα κορίτσι που μες στα δάκρυα του
Αναρωτιέται « γιατί οι άνθρωποι
να φέρνουν το κακό μες στον κόσμο;»
Και πάλι να ρωτάει
«τι νόημα έχουν αυτοί οι πύργοι
και τα χτισίματα και οι ηρωισμοί του καθενός;
Το δάκρυ μόνο αυτού του κοριτσιού
κάνει το φως του ήλιου να υπάρχει
το δάκρυ αυτού του κοριτσιού
είναι η αίτια για τον κόσμο.
Nίκος Bαραλής
Πηγη: FB
