«Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα» – Σαν σήμερα γεννήθηκε η Μελίνα Μερκούρη. Ήταν μια γυναίκα που ό,τι έκανε το έκανε με πάθος. Μιλούσε πάντα ανοιχτά για τον έρωτα, τους δεσμούς της και τους άντρες της ζωής της. Μια ζωή ήταν γεμάτη όνειρα, ελπίδες, αγωνίες και αγώνες. Μια πολύπλευρη προσωπικότητα, με πολλές ευαισθησίες αλλά και εκρηκτικό ταμπεραμέντο.

«Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα» – Σαν σήμερα γεννήθηκε η Μελίνα Μερκούρη | tanea.gr

Η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες του 20ου αιώνα. Ήταν η απόλυτη Ελληνίδα σταρ του κινηματογράφου με διεθνή καριέρα που κατάφερε να γίνει πολιτικός και πέρασε μια ολόκληρη ζωή να οραματίζεται και να αγωνίζεται για το καλύτερο. Όσοι την είχαν γνωρίσει θυμούνται τη λάμψη της και έχουν να διηγηθούν μια μοναδική ιστορία που για εκείνη.

Τη Μελίνα που σαν σήμερα ήρθε στη ζωή, τη θυμόμαστε όλοι. Για τις ταινίες της, για την πολιτική δράση της, για τον αγώνα για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα.

Γεννήθηκε 18 Οκτωβρίου το 1920 στην Αθήνα.

Ήταν κόρη του στρατιωτικού και πολιτικού Σταμάτη Μερκούρη (1895-1967), που διετέλεσε βουλευτής και υπουργός Δεξιών κομμάτων (Λαϊκό Κόμμα, Ελληνικός Συναγερμός), αλλά και βουλευτής της ΕΔΑ. Παππούς της ήταν ο γιατρός και πολιτικός Σπύρος Μερκούρης (1856-1939), ο μακροβιότερος δήμαρχος Αθηναίων. Θείος της ήταν ο Γεώργιος Μερκούρης (1886-1943), επιφανής εκπρόσωπος του εθνικοσοσιαλισμού (ναζισμού) στην Ελλάδα, ο οποίος διετέλεσε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας κατά την διάρκεια της Κατοχής.

Η Μελίνα παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία τον πλούσιο κτηματία Παναγή Χαροκόπο, με τον οποίο είχαν σημαντική διαφορά ηλικίας. Πριν από την επίσημη λύση του γάμου τους το 1962, η Μελίνα ερωτεύτηκε έναν μεγαλομαυραγορίτη και συνεργάτη των Γερμανών, τον Φειδία (Αλέξη) Γιαδικιάρογλου. Όπως ήταν φυσικό, αυτή η σχέση δεν κράτησε πολύ, ενώ η ίδια απολογήθηκε αρκετές φορές για αυτή.

Η Μελίνα κατηγορήθηκε πως ενώ εκείνη ζούσε πλουσιοπάροχα, ο ελληνικός λαός πεινούσε αλλά όπως αποκάλυψε, αντλούσε χρήματα από τους δύο πάμπλουτους άντρες της και τα διοχέτευε στην Αντίσταση, ενώ με τις γνωριμίες της βοηθούσε στην διάσωση αντιστασιακών. Τους ισχυρισμούς αυτούς επιβεβαίωσαν αρκετοί συνάδελφοί της από τον καλλιτεχνικό χώρο.

Η γνωριμία με τον Ζυλ Ντασέν, το «Πολύ την Κυριακή» και η διεθνής καριέρα

Το 1943 ξεκίνησε την καριέρα της ως ηθοποιός και έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου όπου έγινε δεκτή και αποφοίτησε το 1946. Το 1944 έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή με το έργο του Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της λευτεριάς», που κατέβηκε γρήγορα λόγω των «Δεκεμβριανών». Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο και τους θιάσους Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη.

Το 1949 με το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος», που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν η Μελίνα Μερκούρη καθίσταται πρωταγωνίστρια και γίνεται  η πρώτη Ελληνίδα ηθοποιός που ερμήνευσε τον απαιτητικό ρόλο της Μπλανς Ντιμπουά.

Παρέμεινε στο Θέατρο Τέχνης μέχρι το 1950 και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου διακρίθηκε ως ηθοποιός του βουλεβάρτου εγκαινιάζοντας συγχρόνως τη διεθνή σταδιοδρομία της. Το 1955 επανήλθε στην Ελλάδα και πρωταγωνίστησε σε έργα ρεπερτορίου, όπως «Μάκβεθ» του Σέξπιρ, «Κορυδαλλός του Ζαν Ανούιγ και «Λυσσασμένη Γάτα» του Τένεσι Ουίλιαμς.

Το 1955 έκανε την πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο με την θρυλική ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα».

Λίγο καιρό αργότερα, η Μελίνα, γνωρίζεται με τον σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν και ξεκίνησε η επαγγελματική και ερωτική τους σχέση. Ο Ντασέν με μούσα του την Μελίνα Μερκούρη γύρισε τις ταινίες «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1957), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο νόμος» (1958), «Φαίδρα» (1962) και «Τοπκαπί» (1964).

Το 1960 η Μελίνα Μερκούρη πρωταγωνίστησε σε άλλο ένα έργο, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Ντασέν, τη θρυλική ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Πρόκειται για μία από τις διασημότερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, με βραβευμένη με Όσκαρ μουσική που έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις. Η ταινία ταξίδεψε στο Φεστιβάλ των Καννών, καθώς το «Ποτέ την Κυριακή» ήταν υποψήφιο για τον Χρυσό Φοίνικα. Τελικά κέρδισε μόνο το βραβείο πρώτου Γυναικείου Ρόλου που απονεμήθηκε στην Μελίνα Μερκούρη, η οποία μοιράστηκε το βραβείο με τη Ζαν Μορό του Μοντεράτο Καντάμπιλε.

Στην ιστορία, όμως, δεν έμεινε τόσο το βραβείο, όσο το γλέντι που ακολούθησε! Πολλά ειπώθηκαν για εκείνη τη βραδιά και άλλα τόσα μετέφεραν οι δημοσιογράφοι της εποχής: τον Ντασέν να χορεύει χασάπικο πάνω σε τραπέζι, τον Γιώργο Φούντα να μαθαίνει ζεϊμπέκικο στη Χάγια Χαραρίτ, τη Μπέτσι Μπλερ να ακολουθεί στο τσα-τσα το Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιώργο Ζαμπέτα να παίζει και τον κόσμο να κινείται σε ρυθμούς «συρτάκι». Η Μελίνα Μερκούρη έκανε «χαμό», δείχνοντας στους ξένους πώς να σπάνε πιάτα και ποτήρια αλά ελληνικά και αφήνοντάς τους όλους αποσβολωμένους από το κέφι, το μπρίο και την ενέργειά της.

Η ερμηνεία αυτή εκτόξευσε την καριέρα της Μελίνας και εκτός από την απόσπαση του βραβείου, την καθιστά υποψήφια για τα βραβεία Όσκαρ της επόμενης χρονιάς. Ειδικότερα, όμως, η ερμηνεία της στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Τα Παιδιά του Πειραιά», φανέρωσε μια άλλη πτυχή του ταλέντου της.

Έξι χρόνια αργότερα η Μελίνα Μερκούρη σφραγίζει τη σχέση της με τον Ζυλ Ντασέν με το γάμο τους στο δημαρχείο της Λοζάνης.

«Η μοιραία συνάντηση που αλλάζει τη ζωή μου τελεσίδικα. Η μοιραία στροφή στη ζωή μου, στην καριέρα μου, στην ψυχή μου είναι ο Ζυλ Ντασέν», δήλωσε η Μελίνα σε μία από τις συνεντεύξεις της.

Η πλέον γνωστή διεθνώς Μελίνα, έφυγε για το Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης το 1967, για να παίξει στο «Ίλια Ντάρλινγκ». Ο ίδιος ρόλος, της πόρνης ‘Ιλια με την καλή καρδιά, της χάρισε το 1967 και μια υποψηφιότητα για το βραβείο Τόνι.

«Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα»

Τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου, ο Μάνος Χατζιδάκις τηλεφώνησε σε εκείνην και στον Ζυλ για να τους πει ότι στην Ελλάδα έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα.

Η Μελίνα έκανε δηλώσεις στις τηλεοπτικές κάμερες των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, κλαίγοντας και εκλιπαρώντας για την χώρα της.

«Σας παρακαλώ μην πάτε στη χώρα μου», έλεγε χαρακτηριστικά και με δάκρυα στα μάτια.

Για τις δηλώσεις αυτές, η χούντα θα της αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια στις 12 Ιουλίου του ίδιου χρόνου.

Εκείνη θα απάντησε με το πλέον ιστορικό: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».

Με τον Ζυλ Ντασέν, με τον Μίκη Θεοδωράκη, με άλλους φίλους, η Μελίνα έγινε ο εφιάλτης της χούντας.

Μετά την επιβολή της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών η Μελίνα Μερκούρη αυτοεξορίστηκε και με το ταλέντο και τη φήμη της πολέμησε σε ολόκληρο τον κόσμο το καθεστώς ενημερώνοντας τη διεθνή κοινή γνώμη για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.

Τότε ήταν που γνώρισε και τον Ανδρέα Παπανδρέου και ξεκίνησε την πολιτική της καριέρα μέσα από τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ.

Ξεκίνησε πολιτική περιοδεία στις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ συμμετείχε σε διαδηλώσεις, απεργίες πείνας, συναυλίες και πολιτικές εκδηλώσεις. Η Μελίνα έδινε συνεντεύξεις, έκανε ομιλίες, τραγουδούσε ενάντια στους συνταγματάρχες και η χούντα αντέδρασε, απαγορεύοντας στην Ελλάδα τα τραγούδια της και δεσμεύοντας την περιουσία της.

Από τον Νοέμβριο του 1967 και επί τρεις μήνες, το FBI την παρακολουθούσε παντού, ενώ υπήρχε προειδοποίηση ότι θα γίνει δολοφονική απόπειρα εναντίον της. Στις 7 Μαρτίου του 1969, στο θέατρο της Γένοβας έγινε βομβιστική επίθεση εναντίον της με βόμβα πέντε κιλών, χωρίς ευτυχώς να υπάρξουν θύματα. Στο πλαίσιο της ίδιας περιοδείας, έγινε επίθεση εναντίον της από φασιστική οργάνωση στο Βέλγιο. Ο θάνατος του πατέρα της την βρήκε στη ξενιτιά, χωρίς ιθαγένεια και χωρίς διαβατήριο, ενώ στον θάνατο της μητέρας της το 1972, της επέτρεψαν την είσοδο στη χώρα για λίγες ώρες.

Στις 26 Ιουλίου του 1974 μετά την Μεταπολίτευση η Μελίνα Μερκούρη επέστρεψε στην Ελλάδα οριστικά. Στο αεροδρόμιο γίνεται διαδήλωση, η Μελίνα κατέβηκε από το αεροπλάνο κάνοντας το σήμα της νίκης και θα χάθηκε στις αγκαλιές των αγαπημένων της.

Από το 1977 εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής  έως τον θάνατό της το 1994. Από το 1977 έως το 1985 στην Β’ Πειραιώς και τα επόμενα χρόνια με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας.

Από το 1981 έως το 1989 και από το 1993 έως το 1994 διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού και λάμπρυνε με την παρουσία της και τις πολιτικές της, το συγκεκριμένο υπουργείο.

Η εκστρατεία για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα

Το μεγαλύτερο της όραμα ήταν η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.

Η ίδια ξεκίνησε την εκστρατεία θίγοντας το θέμα επίσημα στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό.

«Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα για μας», δήλωνε.

«Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας».

Επίσης τόνιζε: «Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Γλυπτά του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ».

Προκειμένου να υποβοηθηθεί το αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών, το 1989 προκήρυξε διαγωνισμό για την κατασκευή ενός νέου Μουσείου της Ακρόπολης, δίνοντας παράλληλα έμφαση στις εργασίες αναστήλωσης της Ακρόπολης αλλά και στη διάσωση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Το 1983 έθεσε το ερώτημα «Πώς είναι δυνατόν μια κοινότητα που στερείται την πολιτιστική της διάσταση να μπορεί να αναπτυχθεί;» ενώπιον των υπουργών Πολιτισμού της τότε ΕΟΚ, σημειώνοντας πως ο πολιτισμός «είναι η ψυχή της κοινωνίας» και πως η ευρωπαϊκή ταυτότητα «βρίσκεται ακριβώς στο σεβασμό της ιδιαιτερότητας και στο να δημιουργήσουμε ένα παράδειγμα ζωντανό μέσα από ένα διάλογο των πολιτισμών της Ευρώπης. Η φωνή μας είναι καιρός να ακουστεί με την ίδια δύναμη όπως αυτή των τεχνοκρατών. Ο πολιτισμός, η τέχνη και η δημιουργία, δεν είναι λιγότερο σημαντικά από το εμπόριο, την οικονομία, την τεχνολογία».

Έτσι ξεκίνησε ο θεσμός της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης», που υλοποιήθηκε το 1985 με πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα την Αθήνα.

Δημιούργησε τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα για να έρθει ο κάτοικος της επαρχίας σε επαφή με το θέατρο.

Η Μελίνα μετά το 1974 συνέχισε σποραδικά τις εμφανίσεις στο θέατρο. Τα έργα στα οποία συμμετείχε ήταν: «Όπερα της Πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν, «Μήδεια» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, «Συντροφιά με τον Μπρεχτ» (1978), «Γλυκό πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν (1980) και «Ορεστία» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν (1980).

Η τελευταία, έκτακτη, εμφάνιση, της Μελίνας Μερκούρη δεν ήταν ζωντανή αλλά βιντεοσκοπημένη, ως Κλυταιμνήστρα στην όπερα δωματίου «Πυλάδης» σε μουσική Γιώργου Κουρουπού και λιμπρέτο Γιώργου Χειμωνά, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Η Μελίνα Μερκούρη άφησε την τελευταία της πνοή στις 6 Μαρτίου 1994 σε ηλικία 74 ετών, στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης, όπου νοσηλευόταν με καρκίνο των πνευμόνων. Το τσιγάρο που όπως η ίδια συνήθιζε να λέει, της χάρισε χιλιάδες ευχάριστες στιγμές, την πρόδωσε. Η Μελίνα χτυπήθηκε από τον καρκίνο. Όταν αρρώστησε, λίγο πριν φύγει στο εξωτερικό για επέμβαση βρέθηκε στο Υπουργείο και έγραψε σε ένα πακέτο τσιγάρα, «θα ξαναγυρίσω». Δυστυχώς, δεν επέστρεψε. Στην κηδεία της ο κόσμος άφηνε «συμβολικά» στο μνήμα της, πακέτα από τσιγάρα.

Πηγή: Τα Νέα

Προηγούμενο άρθροΛΑΪΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ ΒΟΛΟΥ:«Μόνη απάντηση ο οργανωμένος μαζικός ταξικός αγώνας του λαϊκού κινήματος»
Επόμενο άρθροΓάζα: Η φρίκη των βομβαρδισμών μέσα από τα μάτια του μικρού Μοχάμεντ