Τα έργα αποκατάστασης για τη Θεσσαλία και οι πηγές χρηματοδότησης και με δωρεές ιδιωτών
Με μια διαφορετική, πιο κλασική πολιτικά και «δοκιμασμένη» προσέγγιση από ό,τι στη βόρεια Εύβοια αποφάσισε η κυβέρνηση να προχωρήσει την αποκατάσταση των ζημιών στη Θεσσαλία. Το υπουργείο Υποδομών ανέλαβε να παίξει τον πρώτο ρόλο, ενώ η χρηματοδότηση των έργων θα βασιστεί σε ένα συνδυασμό δωρεών και πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Οσον αφορά την κύρια συζήτηση στην Ευρώπη, σε περιοχές που επλήγησαν από πλημμύρες, το υπουργείο αποφάσισε ότι οι υποδομές θα ανακατασκευαστούν με αντοχή σε πλημμύρα 50ετίας και όχι περισσότερο. Σε αυτή την απόφαση συνηγόρησε τόσο το υψηλότερο κόστος που μια αλλαγή προδιαγραφών θα συνεπαγόταν, όσο και η εκτίμηση ότι τα έργα που κατασκευάστηκαν μετά τον «Ιανό» με τις συγκεκριμένες προδιαγραφές είχαν ικανοποιητική απόκριση στον «Daniel».
Η κυβέρνηση λοιπόν αποφάσισε ότι δεν θα προχωρήσει σε μια προσέγγιση τύπου «Θεσσαλία Μετά» (κατά το αντίστοιχο πρόγραμμα μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές στη βόρεια Εύβοια). Το κύριο βάρος της αποκατάστασης θα πέσει στο υπουργείο Υποδομών, το οποίο θα παίξει έναν ευρύτερο ρόλο από αυτόν της αποκατάστασης των υποδομών, καθώς θα κληθεί να λάβει αποφάσεις για κομβικά (για την επόμενη ημέρα) ζητήματα, όπως το πώς θα ξαναχτιστούν οι οικισμοί και αν θα αλλάξουν οι προδιαγραφές των έργων.
Σε πρώτο επίπεδο, το υπουργείο Υποδομών έχει αναλάβει την αποκατάσταση των οδικών υποδομών (δρόμοι – γέφυρες) αντί της Περιφέρειας Θεσσαλίας και των σχολείων αντί των δήμων. Παράλληλα θα ασχοληθεί και με τις ζημιές στο σιδηροδρομικό δίκτυο, ως εποπτεύον υπουργείο στον ΟΣΕ.
Υπ. Κλιματικής Κρίσης: 65 εκατ. ευρώ σε 14.000 πληγέντες σε ένα μήνα
Σιδηρόδρομος
Η πρώτη κίνηση του υπουργείου αφορούσε τον ΟΣΕ. Οπως ανέφερε ο υπουργός Υποδομών Χρήστος Σταϊκούρας, προχώρησε η δέσμευση 14 εκατ. ευρώ για την αποκατάσταση της μίας από τις δύο γραμμές στο τμήμα Δομοκός – Λάρισα και ακολούθως ο ΟΣΕ κάλεσε τέσσερις τεχνικές εταιρείες να αναλάβουν τα έργα. Ο ΟΣΕ εκτίμησε ότι χρειάζεται ενάμιση μήνας για να ολοκληρωθούν οι εργασίες, ωστόσο η ημερομηνία επαναλειτουργίας της γραμμής έχει ήδη μετατεθεί μία φορά για τα τέλη Νοεμβρίου. Στόχος είναι η επαναλειτουργία της να ξεκινήσει στις αρχές Δεκεμβρίου με τις εμπορικές αμαξοστοιχίες και, εφόσον αποσυμφορηθούν Αθήνα και Πειραιάς, να ακολουθήσουν και οι επιβατικές αμαξοστοιχίες. Παράλληλα, όπως ανακοίνωσε ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Νίκος Παπαθανάσης έχουν δεσμευτεί ακόμα 180 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης για την κανονική επαναφορά της γραμμής Αθήνα – Θεσσαλονίκη αλλά και του τμήματος Παλαιοφάρσαλος – Βόλος, μέρη του οποίου έχουν καταστραφεί.
Σχολεία
Επόμενο βήμα στις προτεραιότητες του υπουργείου είναι τα 79 σχολεία που υπέστησαν ζημιές στις περιφερειακές ενότητες Καρδίτσας, Τρικάλων, Λάρισας, Μαγνησίας και Φθιώτιδας. Η πρώτη αποτίμηση των ζημιών έγινε από τις Κτιριακές Υποδομές (πρώην Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων, υπάγεται στο υπουργείο Υποδομών), η οποία κατέληξε σε έναν κατάλογο με τα 24 σχολικά συγκροτήματα των οποίων η κατασκευή επείγει. Πρόκειται για σχολεία στους δήμους Φαρκαδόνας, Τρικκαίων, Παλαμά, Καρδίτσας, Δομοκού και Βόλου, οι ζημιές στα οποία κοστολογούνται σε 13-15 εκατ. ευρώ. Η χρηματοδότηση θα προέλθει πιθανότατα από τον ιδιωτικό τομέα, καθώς οι ιδιώτες χορηγοί επιθυμούν να αναλάβουν έργα με «κοινωνικό αποτύπωμα». Τις εργασίες επισκευής θα αναλάβουν οι Κτιριακές Υποδομές, που έχουν εγνωσμένη εμπειρία στο θέμα. Αυτό που θα ακολουθήσει, πιθανότατα την επόμενη εβδομάδα, είναι η πράξη ανάθεσης των εργασιών από το υπουργείο Υποδομών στις Κτιριακές Υποδομές. Κατόπιν ο φορέας θα καλέσει με κλειστή διαγωνιστική διαδικασία εταιρείες να καταθέσουν προσφορές.
Δρόμοι
Το υπουργείο Υποδομών έχει αναλάβει την αποκατάσταση των οδικών υποδομών και των σχολείων, ενώ θα ασχοληθεί και με τις ζημιές στο σιδηροδρομικό δίκτυο.
Το τρίτο και μεγαλύτερο εγχείρημα είναι η αποκατάσταση του οδικού δικτύου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των αυτοψιών, που ο κ. Σταϊκούρας παρουσίασε στο υπουργικό συμβούλιο, εκτιμάται ότι ζημιές έχουν υποστεί 70,2 χλμ. δρόμων, 79 γέφυρες και 130 τεχνικά έργα (λ.χ. άνω ή κάτω διαβάσεις). Για την αποκατάσταση αυτών των ζημιών θα διατεθούν έως 420 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Το υπουργείο Υποδομών βρίσκεται αυτό το διάστημα σε επαφή με τις μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες, κάποιες από τις οποίες έχουν άλλα έργα στην περιοχή της Θεσσαλίας (λ.χ. η ΤΕΡΝΑ κατασκευάζει τον αυτοκινητόδρομο Ε65). Αυτές οι επαφές γίνονται για δύο λόγους: κατ’ αρχάς για να αποφασιστεί ποιος θα αναλάβει τι, αφού το υπουργείο Υποδομών με πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση δύναται να αναθέτει τα έργα μέσα από μια κλειστή διαδικασία (όχι ανοιχτό διαγωνισμό), όπου θα καλεί έως τρεις εταιρείες να υποβάλουν οικονομική προσφορά. Η νομοθετική ρύθμιση προβλέπει μια κατεπείγουσα διαδικασία: δεν χρειάζεται ωρίμανση των έργων (δηλαδή κανονικές μελέτες), αλλά μια τεχνική περιγραφή, ένα χρονοδιάγραμμα και ένας προϋπολογισμός, ενώ τις μελέτες και την κατασκευή αναλαμβάνει ο ανάδοχος του έργου. Επίσης, αυτά τα έργα θα εξαιρούνται από τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης.
Κατά δεύτερον, το υπουργείο συζητάει με τους εργολάβους ποια τμήματα των έργων θα μπορούσαν να αναλάβουν ως χορηγία, καθώς τα 420 εκατ. ευρώ που έχουν εξασφαλιστεί εκτιμάται ότι δεν επαρκούν. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι μεγάλοι κατασκευαστικοί όμιλοι έχουν ήδη εκδηλώσει την πρόθεση να αναλάβουν το κόστος κάποιων από τα έργα, οπότε αυτό που μένει είναι «να μοιραστεί η πίτα», να ξεκαθαριστεί ποιος θα αναλάβει τι. Το πιθανότερο είναι τα έργα να «μοιραστούν» ανάλογα με την περιοχή που η κάθε εταιρεία δραστηριοποιείται, ώστε να μειωθούν και τα κόστη κινητοποίησης προσωπικού και μηχανημάτων.
Πάντως να σημειωθεί ότι το υπουργείο Υποδομών εξετάζει το ενδεχόμενο να ζητήσει να επανελεγχθούν υποδομές που υπέστησαν ζημιές και από την κακοκαιρία «Elias», προκειμένου να αποσαφηνιστεί αν η κατάστασή τους είναι πλέον χειρότερη.
Ενα σημείο με μεγάλο ενδιαφέρον είναι οι προδιαγραφές των έργων, μια συζήτηση που απασχολεί όλες τις χώρες που υπέστησαν ζημιές από πλημμύρες (βλ. «Κ», 4.10.2023, για την ανάλογη συζήτηση στη Γερμανία μετά τις καταστροφές του 2021). Η συζήτηση αφορά τις προδιαγραφές των αντιπλημμυρικών υποδομών, καθώς αυτές στις περισσότερες χώρες κατασκευάζονται ώστε να αντέχουν πλημμύρες 50ετίας, ενώ οι πρόσφατες πλημμύρες στη Θεσσαλία ξεπέρασαν εκείνες της 100ετίας.
Στη χώρα μας αυτή η συζήτηση μάλλον… έκλεισε γρήγορα. Το υπουργείο Υποδομών αποφάσισε ότι τα έργα θα προχωρήσουν με προστασία έναντι πλημμύρας 50ετίας (περίπου όπως ήταν δηλαδή), για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον και κύριον, επειδή το κόστος των έργων θα ανέβαινε δραματικά, χωρίς να ήταν βέβαιο πως θα εξασφαλίζονταν οι απαραίτητοι πόροι. Δεύτερον, το υπουργείο Υποδομών εκτιμά ότι η «συμπεριφορά» των έργων που κατασκευάστηκαν μετά τον «Ιανό» (για πλημμύρες 50ετίας) κατά τη διάρκεια της κακοκαιρίας «Daniel» ήταν γενικά ικανοποιητική. Το υπουργείο Υποδομών έχει στη διάθεσή του και 150 εκατ. ευρώ που συνελέγησαν από δωρεές (Ελληνική Ενωση Τραπεζών, Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών, ΣΕΒ και άλλοι).
Τα χωριά
Υπάρχει επίσης ένα κομμάτι της «επιχείρησης αποκατάστασης» το οποίο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί. Το υπουργείο Υποδομών εξετάζει αν και πώς θα μπορούσε να παρέμβει σε εκείνα τα χωριά που υπέστησαν μεγάλης κλίμακας καταστροφές όχι μόνο στις υποδομές, αλλά κυρίως στις ιδιωτικές περιουσίες. Κι αυτό γιατί μεγάλες εταιρείες έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να αναλάβουν ένα ανάλογο πρότζεκτ, όπως συνέβη στο παρελθόν λ.χ. μετά τις πυρκαγιές στην Ηλεία το 2007. «Είναι ένα σημείο προς συζήτηση», αναφέρει υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου.
Θεσσαλία: Απορρίμματα ενός έτους άφησε ο «Daniel»
Νέο σύστημα με αντιπλημμυρικά και διαχείριση υδάτων
Σε δεύτερο επίπεδο, το υπουργείο Περιβάλλοντος θα ετοιμάσει τις δικές του παρεμβάσεις, που θα κινηθούν επάνω σε τρεις άξονες. Πρώτον, μαζί το υπουργείο Υποδομών θα αναλάβουν τον «Οργανισμό Υδάτων Θεσσαλίας». Την ίδρυση του οργανισμού εξήγγειλε ο ίδιος ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ και σήμερα τα δύο συναρμόδια υπουργεία συζητούν για το εύρος των αρμοδιοτήτων, τη δομή και τη στελέχωση του οργανισμού. Αυτό που προς στιγμήν φαίνεται είναι ότι ο νέος οργανισμός θα αναλάβει τη διαχείριση του αρδευτικού νερού (ταμιευτήρες ή πηγές, ποτάμια, γεωτρήσεις, αρδευτικά έργα). Ωστόσο το τοπίο θα αργήσει να ξεκαθαρίσει, καθώς δεν είναι ζήτημα πρώτης προτεραιότητας.
Δεύτερον, το υπουργείο Περιβάλλοντος θα αναλάβει να οργανώσει και να υλοποιήσει έργα ορεινής υδρονομίας. Αυτά τα έργα θεωρούνται πολύ χρήσιμα καθώς συγκρατούν την ορμή των υδάτων στις μεγάλες βροχοπτώσεις στα ανάντη ποταμών και ρεμάτων και έτσι μειώνουν τα πλημμυρικά φαινόμενα στα κατάντη. Την αρμοδιότητα γι’ αυτά τα έργα έχουν οι κατά τόπους δασικές υπηρεσίες, οι οποίες αναμένεται να μελετήσουν και τα απαραίτητα έργα στη Θεσσαλία. Αυτά θα είναι μάλλον τα μόνα νέα έργα που θα γίνουν μετά την καταστροφή (τα έργα του υπουργείου Υποδομών έρχονται σε επισκευή ή αντικατάσταση υφιστάμενων υποδομών). Πηγές του υπουργείου Περιβάλλοντος σημειώνουν ότι αυτά τα έργα θα προωθηθούν συνολικά ως κομμάτι της στρατηγικής για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, αλλά προτεραιότητα θα έχουν οι πληγείσες περιοχές.
Τέλος, το υπουργείο ως βασικός φορέας στη χώρα για τον αντιπλημμυρικό σχεδιασμό θα προσπαθήσει να επιταχύνει την αναθεώρηση των σχεδίων διαχείρισης κινδύνου πλημμύρας (τα οποία εκπονούνται σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. για κάθε λεκάνη απορροής, βάσει κοινοτικής νομοθεσίας). Το ερώτημα βέβαια είναι με ποιον τρόπο θα αξιοποιηθεί η αναθεώρηση του σχεδίου για τη Θεσσαλία (αν λ.χ. υποδείξει ανάγκη αυστηροποίησης των προδιαγραφών σε συγκεκριμένες περιοχές), εφόσον προωθούνται ήδη τα έργα αποκατάστασης και το νέο σχέδιο δεν θα είναι έτοιμο πριν από το τέλος του 2024.
Εκτός συζήτησης βρίσκονται προς το παρόν αλλαγές στον οικοδομικό κανονισμό σε σχέση με τη δόμηση κοντά σε ποτάμια και ρέματα ή για την προστασία κτιρίων σε περιοχές που βρίσκονται σε ζώνες υψηλού κινδύνου. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες η νομοθεσία έχει αλλάξει απαγορεύοντας υπόγεια στις επικίνδυνες περιοχές, κάνοντας υποχρεωτική την ύπαρξη εξόδου προς τη σκεπή, την υπερύψωση των κτιρίων έναντι της φυσικής στάθμης του εδάφους και άλλα. Η θέσπιση, πάντως, ενός αντιπλημμυρικού κανονισμού, στο πρότυπο του αντισεισμικού κανονισμού, είναι κάτι που θα μπορούσε να έχει αποτελέσματα σε βάθος χρόνου.
Τέλος, η κυβέρνηση αναμένει και τις προτάσεις Ελλήνων και Ολλανδών επιστημόνων, οι οποίοι κλήθηκαν για να παράσχουν τεχνογνωσία και να καταθέσουν ένα σχέδιο για την αποφυγή αντίστοιχης έκτασης καταστροφών στο μέλλον. Επικεφαλής της ομάδας (που πραγματοποίησε αυτοψία σε περιοχές της Θεσσαλίας) είναι ο Ελληνας διευθύνων σύμβουλος της ολλανδικής εταιρείας HVA International, Μιλτιάδης Γκουζούρης. Η ομάδα απαρτίζεται από ακόμη τρεις Ελληνες αλλά και Ολλανδούς με διάφορες ειδικότητες, όπως πρώην καθηγητές πανεπιστημίου με γνώσεις πάνω στη διαχείριση υδάτων, την άρδευση, τη γεωπονία αλλά και θέματα κτηνοτροφίας.
Ενστάσεις από Α.Παπατόλια
Σχολιάζοντας με ανάρτηση του το δημοσίευμα της “Κ” ο πρώην Νομάρχης Μαγνησίας Απόστολος Παπατόλιας σημείωσε :
“Πολύ φοβάμαι ότι αρχίζει να επικρατεί στα κεντρικά κλιμάκια μια εντελώς εσφαλμένη προσέγγιση για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας μετά την καταστροφή. Αν ισχύει το ρεπορτάζ της έγκυρης «Καθημερινής» τότε πράγματι είμαστε έτοιμοι να χάσουμε μια ιστορική ευκαιρία για το μέλλον του τόπου μας. Το άρθρο του Λιάλιου μας ενημερώνει ότι οι κυβερνώντες υιοθετούν τελικά μια πολιτική «χαμηλών πτήσεων» για την «επόμενη μέρα». Ούτε καινοτομίες ούτε σύγχρονες μέθοδοι διοίκησης ούτε νέες προδιαγραφές αντιπλημμυρικής θωράκισης ούτε αναδιάρθρωση καλλιεργειών ούτε αλλαγή παραγωγικού μοντέλου ούτε επίσπευση μεταρρυθμίσεων (οριοθέτηση ρεμάτων, δασολόγιο, χρήσεις γης) στον Θεσσαλικό χώρο. Και βεβαίως ούτε νέος Οργανισμός διοίκησης και συντονισμού των δράσεων αποκατάστασης. Και όλα αυτά όταν η επιστημονική κοινότητα σύσσωμη προειδοποιεί ότι η ανασύνταξη της Θεσσαλίας δεν μπορεί να είναι μια απλή αποκατάσταση ζημιών με ολική επαναφορά στο χτες, αλλά ένα ολιστικό και πολυδιάστατο εγχείρημα ανασχεδιασμού των δημόσιων πολιτικών, που θα προσαρμόζεται στις νέες ανάγκες της κλιματικής κρίσης και θα αλλάζει ριζικά όλες τις ξεπερασμένες παραδοχές και δομές που ευθύνονται για την καταστροφή και την κοινωνική κρίση που αυτή προκάλεσε.
Η εξέλιξη αυτή, εάν τελικώς επιβεβαιωθεί στην πράξη, περιθωριοποιεί, επίσης, πλήρως τον ρόλο της Αυτοδιοίκησης στην υπόθεση της ανασυγκρότησης και αποστερεί τους τοπικούς φορείς από κάθε μέσο παρέμβασης. Κι αυτό γιατί όλες οι δράσεις αποκατάστασης αλλά και σχεδιασμού της «επόμενης μέρας» εκχωρούνται στο Υπουργείο Υποδομών, το οποίο θα αποφασίζει κυριαρχικά και συγκεντρωτικά για τα πάντα, χωρίς κανένα θεσμικό αντίβαρο ή κοινωνικό έλεγχο από τους εκπροσώπους της τοπικής κοινωνίας ή της επιστημονικής κοινότητας. Υπενθυμίζω ότι είναι το ίδιο υπουργείο που είχε την κεντρική ευθύνη της υλοποίησης των έργων σιδηροδρομικής ασφαλείας σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και της επικαιροποίησης των αντιπλημμυρικών προδιαγραφών βάσει των νέων κλιματικών δεδομένων…
Δεν έχω ενημερωθεί για τη συζήτηση που είχε ο Δημήτρης Κουρέτας, ως νέος Περιφερειάρχης, με τον Πρωθυπουργό. Είμαι βέβαιος όμως ότι η λογική του δεν ταυτίζεται με το σημερινό αδιέξοδο μοντέλο συγκεντρωτικής διαχείρισης. Το ποιο μοντέλο θα επιλεγεί για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας αποτελεί πάντως το πρώτο μεγάλο στοίχημα για τη νέα Περιφερειακή Αρχή. Αυτό το στοίχημα πρέπει να κερδηθεί. Πρωτίστως, για το μέλλον της Θεσσαλίας και των πολιτών της.
Παραθέτω το κρίσιμο -και ιδιαιτέρως ανησυχητικό- χωρίο του δημοσιεύματος:
«Η κυβέρνηση λοιπόν αποφάσισε ότι δεν θα προχωρήσει σε μια προσέγγιση τύπου «Θεσσαλία Μετά» (κατά το αντίστοιχο πρόγραμμα μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές στη βόρεια Εύβοια). Το κύριο βάρος της αποκατάστασης θα πέσει στο υπουργείο Υποδομών, το οποίο θα παίξει έναν ευρύτερο ρόλο από αυτόν της αποκατάστασης των υποδομών, καθώς θα κληθεί να λάβει αποφάσεις για κομβικά (για την επόμενη ημέρα) ζητήματα, όπως το πώς θα ξαναχτιστούν οι οικισμοί και αν θα αλλάξουν οι προδιαγραφές των έργων».
Ο Π.Σκοτινιώτης
Σχολιάζοντας την ανάρτηση Παπατόλια ο πρώην Νομάρχης Μαγνησίας και Δήμαρχος Βόλου Πάνος Σκοτινιώτης εξέφρασε επίσης την ανησυχία του σημειώνοντας:
“Προσυπογράφω, Απόστολε. Αν όντως ισχύουν όσα αναφέρει το άρθρο, πρόκειτια για μια εξέλιξη πολύ κατώτερη των περιστάσεων. Όπως θυμάσαι, κατά την παρουσίαση του βιβλίου μου στην Αθήνα, στις 27 Σεπτεμβρίου, είχα κι εγώ τονίσει την ανάγκη για ένα πρότυπο, μακροχρόνιο Περιφερειακό Σχέδιο Οικονομικής, Περιβαλλοντικής και Κοινωνικής Ανασύνταξης της Θεσσαλίας. Θα είναι κρίμα να χαθεί αυτή η ιστορική ευκαιρία για την περιοχή μας. Η απερχόμενη Περιφερειακή Αρχή δεν είχε ούτε τα προγραμματικά εφόδια ούτε το πολιτικό σθένος να διεκδικήσει ένα τέτοιο Σχέδιο Ανασυγκρότησης. Η νέα Περιφερειακή Αρχή έχει όλες τις προϋποθέσεις να το κάνειι και να γράψει Ιστορία”.