Του Αντώνη Καπετάνιου

Η Νέα Αγχίαλος Βόλου, ο τόπος καταγωγής μου, υπέστη ολοκαύτωμα από τους Ιταλούς κατά την Κατοχή, που συντελέσθηκε με τη βοήθεια και Αλβανών Τσάμηδων, που εισχώρησαν στις τάξεις των Ιταλών στις περιοχές που ήλεγχαν. Το ολοκαύτωμα συνέβη στις 27 Απριλίου 1943.
Η ιστορία έχει ως εξής:
Ήταν η 25η Μαρτίου 1943 όταν απόσπασμα 45 ανταρτών του Κισσάβου, που είχε στρατοπεδεύσει στα ορεινά της Όθρυος, υπό την αρχηγεία των Διάκου Οικονόμου και Διονύση Καραντάου, μετακινείται στη Νέα Αγχίαλο και έρχεται σε συνεννοήσεις με τους εκεί αντιστασιακούς, για την οργάνωση επιχειρήσεων στην περιοχή του Βόλου. Σκοπός τους ήταν η ανακοπή του ανεφοδιασμού προς νότο των κατοχικών δυνάμεων, με επιχειρήσεις που θα πραγματοποιούσαν. Οργανώνεται και η αντίσταση τοπικά, και μάλιστα στήνονται λαϊκά δικαστήρια για τους προδότες Έλληνες, οι οποίοι μετά την καταδίκη τους εκτελούνται πάραυτα. Όμως, οι συνεργαζόμενοι Έλληνες με τους κατακτητές, φοβούμενοι και για τη δική τους ζωή, αναφέρουν το γεγονός στην ιταλική διοίκηση ζητώντας βοήθεια, και τότε ξεκινά εκκαθαριστική επιχείρηση των Ιταλών.
Στις 18 Απριλίου 1943 δύο ιταλικές κανονιοφόροι βομβαρδίζουν και βουλιάζουν όλα τα εμπορικά και αλιευτικά σκάφη της περιοχής, σβήνοντας έτσι διά παντός τη σημαντική αλιευτική δραστηριότητα των αγχιαλιτών ψαράδων, καθώς αυτή στο μέλλον δεν αναθάρρησε. Στις 20 Απριλίου 1943 βομβαρδίζουν με κανόνια πυροβολικού αρχικά τη Μιτζέλα Αλμυρού, όπου βρισκόταν άλλο απόσπασμα ανταρτών, και κατόπιν τη Νέα Αγχίαλο προξενώντας σημαντικές ζημιές στον οικισμό (κυρίως σε δημόσια κτήρια και σε εγκαταστάσεις υποδομής). Στις 25 Απριλίου 1943 οι αντάρτες εγκαταλείπουν τη Νέα Αγχίαλο, αφού πρώτα ανατινάσσουν τις δύο γέφυρες που συνέδεαν τη Νέα Αγχίαλο με το Βόλο.
Με την αποχώρηση των ανταρτών πετυχαίνεται ο στόχος των Ιταλών, που ήταν ν’ αποφύγουν σύγκρουση μαζί τους φοβούμενοι απώλειές τους. Και τότε, στις 27 Απριλίου 1943, τρίτη μέρα του Πάσχα, εισβάλουν στη Νέα Αγχίαλο με διοικητή τον φοβερό ανθέλληνα συνταγματάρχη Λομπάρτι, ο οποίος έφερε βαρέως την ήττα της μονάδας του στα βουνά της Αλβανίας από τους Έλληνες μαχητές κι ήταν αποφασισμένος τώρα να πάρει την εκδίκησή του στον άμαχο πληθυσμό τιμωρώντας το χωριό που “αντάρτεψε”. Προηγουμένως, και διαβλέποντας την κακή τροπή των γεγονότων, ο φιλέλληνας Γερμανός πρόξενος στο Βόλο Σέφελ (υπάρχει και οδός στο Βόλο με τ’ όνομά του), μαζί με τον μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ, έτρεξαν στην Κομαντάτ του Βόλου ζητώντας ν’ ανασταλεί η επιχείρηση μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα, όμως δεν τα κατάφεραν.
Ο Λομπάρντι, που ήταν υπερόπτης και αλαζόνας, ζήτησε όταν έφτασε με το απόσπασμά του στη Νέα Αγχίαλο να βγουν όλοι οι κάτοικοι στην κεντρική πλατεία και να ζητήσουν συγχώρεση δίνοντας παράλληλα πληροφορίες για τους αντάρτες. Λέγεται πως εάν το έκαναν, δε θα τους πείραζε, λαμβάνοντας υπόψη και την παράκληση των Σέφελ και Ιωακείμ, και απλά θα εγκαθιστούσε στρατιωτικό απόσπασμα στο χωριό για την επιτήρησή του, χωρίς να πραγματοποιήσει κάποια ενέργεια τιμωρίας. Κανείς όμως από τους κατοίκους δε βγήκε, όπως ήλπιζε. Όλοι αντιστάθηκαν γυρίζοντάς του την πλάτη. Εξοργισμένος τότε ζήτησε να φύγουν όλοι οι κάτοικοι διότι εντός ολίγου θα έκαιγε το χωριό. Τότε όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους και κρύφτηκαν στα γύρω βουνά, στα ρέματα της περιοχής και στις αγροικίες των χωραφιών ή κατέφυγαν στα διπλανά χωριά. Πρώτη όμως ενέργεια των Ιταλών μαζί με τους Αλβανούς που τους συνόδευαν ήταν να κάνουν πλιάτσικο στον οικισμό πριν τη φωτιά. Πήραν ό,τι μπορούσαν από τα σπίτια, τις αποθήκες και τα κατώγια, και τα κλοπιμαία τα διαμοιράστηκαν. Τα περισσότερα από τα είδη που συγκέντρωσαν πουλήθηκαν στη μαύρη αγορά, ενώ μέρος αυτών συγκεντρώθηκε σε αποθήκη στην οδό Κουμουνδούρου κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό του Βόλου και κατόπιν πωλήθηκαν. Μετά έβαλαν φωτιά στον οικισμό.
Η διαταγή ήταν να καεί κάθε “σκεπαστό κτίσμα”. Έκαιγαν με τη μέθοδο της διασποράς εμπρηστικής σκόνης και του πυροβολισμού αυτής για την ανάφλεξή της. Κάηκαν ολοσχερώς τα 650 από τα 700 σπίτια του χωριού, μαζί και της οικογένειάς μου, ενώ την εκκλησία και το αρχαιολογικό μουσείο δεν τα πείραξαν. Πήραν όμως από το αρχαιολογικό μουσείο τ’ αρχαία νομίσματα που φυλάσσονταν εκεί. Απώλεια σημαντική ήταν η καταστροφή του εξαιρετικής αρχιτεκτονικής εξατάξιου νεοκλασικού δημοτικού σχολείου Νέας Αγχιάλου, που ήταν κληροδότημα Συγγρού, καθώς και ο πολύτιμος για την επιβίωση των κατοίκων συνεταιριστικός αλευρόμυλος. Ανθρώπινη απώλεια ήταν μόνο μια γριά γυναίκα, η οποία αρνήθηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της, και την έκαψαν ζωντανή μέσα σε αυτό!
Θυμούμαι τη γιαγιά που μου διηγούνταν για τις τότε σκληρές συνθήκες επιβίωσής τους… Όταν επέστρεψαν στο χωριό από την ύπαιθρο όπου κρύβονταν δε βρήκαν φυσικά τίποτα όρθιο. Ζούσαν σε χαλάσματα κι ευτυχώς που ερχόταν καλοκαίρι και δεν είχαν το φόβο του κρύου να τους απειλεί.
Να σημειώσουμε ότι οι αγχιαλίτες υπέστησαν με το παρόν ολοκαύτωμα το δεύτερο της ιστορίας τους μετά από κείνο των Βουλγάρων στις 30 Ιουλίου 1906 στην Αγχίαλο της Βουλγαρίας, απ’ όπου εκδιώχθηκαν -η ιστορία επαναλαμβάνεται λοιπόν! (οι αγχιαλίτες ήταν πρόσφυγες από την Αγχίαλο της Βουλγαρίας).
Η Νέα Αγχίαλος έχει ενταχθεί στο “Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων & Χωριών της Ελλάδας” της περιόδου 1940-1945.

Πηγή: Facebook- Σελίδα “Συζητώντας για τη Μαγνησία στο πέρασμα του χρόνου”

Προηγούμενο άρθροΠαραδοχή ΔΕΥΑΜΒ της καταγγελίας της ΛΑΣ για διακοπή οφειλής 38 € – “Επανασυνδέσαμε την υδροδότηση”
Επόμενο άρθροΑπό σήμερα το βράδυ η ΕVA στη Θεσσαλία