του Μανώλη Χριστοδουλάκη, Γραμματέα Κινήματος Αλλαγής,
άρθρο στην εφημερίδα «Τα Νέα»
Τέτοια μέρα συνήθως γράφουμε. Γράφουμε για τη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, αναπολούμε το ιστορικό παρελθόν μιας παράταξης που άλλαξε την πορεία της χώρας στη Μεταπολίτευση, παραθέτουμε το έργο της. Μιλάμε για την εμπέδωση της δημοκρατίας στη χώρα, για την εθνική συμφιλίωση, το κοινωνικό κράτος και το ΕΣΥ, τον ΑΣΕΠ, τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου, του εργασιακού περιβάλλοντος, τη δημιουργία της μεσαίας τάξης, την ουσιαστική αποκέντρωση με μοχλό την περιφερειακή ανάπτυξη και την αυτοδιοίκηση, τη στήριξη των αγροτών, την επανατοποθέτηση της χώρας στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο διπλωματικό και γεωπολιτικό χάρτη, την ευρωπαϊκή προοπτική, τα μεγάλα έργα και τις σύγχρονες υποδομές. Και πάντα στοχαστικά καταλήγουμε για τα προτάγματα της… ότι σήμερα, είναι «πιο επίκαιρα από ποτέ». Και ως δια μαγείας και του χρόνου θα είναι, ίσως και του παρά χρόνου. Και κάποια στιγμή προβληματιζόμαστε.
Η σημερινή συνεισφορά της δημοκρατικής παράταξης και του προοδευτικού χώρου – του κανονικού, όχι του αλά καρτ – είναι να αποτελέσει απλά ένα σχολιαστή της πορείας της Μεταπολίτευσης, ίσως απλά με την οικειότητα της ιστορικής συνέχειας; Έναν συγκινητικό «αναπολητή» που θα διεγείρει το θυμικό όσων κυρίως έζησαν τα πρώτα της χρόνια, με τη μορφή ετήσιων μνημόσυνων θύμησης και όρκων πίστης; Και μετά τον προβληματισμό αυτό, καλούμαστε να επιλέξουμε. Θέλουμε να αναπαράγουμε, ή να παράγουμε; Γιατί, αυτό που έκανε τον Ανδρέα Παπανδρέου να τον «θυμούνται» μέχρι σήμερα, ήταν η επιλογή του στις συνθήκες του ’74, μετά τη χούντα και με τη συνολική επανατοποθέτηση του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου γίγνεσθαι, να μιλήσει ριζοσπαστικά, να μιλήσει για αυτά που δεν μιλούσε άλλος στην Ελλάδα, να ακουμπήσει αυτούς που ονομάτισε ο ίδιος «μη προνομοιούχους», να τους δώσει το όραμα και την ελπίδα, όχι ότι θα τους τα λέει ωραία, αλλά ότι μπορεί, λιγότερο ή περισσότερο να αλλάξει τη ζωή τους, την καθημερινότητα τους. Τον εμπιστεύτηκαν σταδιακά, και το έκανε. Υπήρχε η πεπατημένη, και σε επίπεδο κόμματος, και σε επίπεδο πολιτικής ατζέντας, και σε επίπεδο ρητορικής. Αλλά διάλεξε να μην την ακολουθήσει. Σήμερα, λοιπόν, αφού πούμε τα συντροφικά «χρόνια πολλά», έχουμε ένα πράγμα μόνο να μάθουμε. Πώς να είσαι ριζοσπαστικός για την εποχή σου και για τα δεδομένα της, όχι για τα δεδομένα μιας άλλης εποχής. Και σε αυτό να δώσουμε μορφή.
Στην εποχή που η οικονομική δραστηριότητα βρίσκεται στα πρόθυρα της ριζικής μεταβολής, την εποχή του απόλυτου αυτοματισμού, της τεχνητής νοημοσύνης, με την επερχόμενη εξάλειψη κυρίαρχων εργασιακών κλάδων και αντικειμένων, την απαίτηση δομικών αλλαγών στην εκπαίδευση και στα παρεχόμενα γνωστικά αντικείμενα, στην απασχόληση, στις εργασιακές σχέσεις, ακόμα και στην κοινωνική προστασία και ειδικότερα στο στάδιο μετάβασης στη νέα αυτή εποχή, αλλά παράλληλα στην εποχή που η κλιματική κρίση έφυγε από τους «πόλους» και έφτασε στη Χαλκιδική, που το δημογραφικό τείνει να επηρεάσει καθοριστικά τις εργασιακές αλλά κυρίως τις κοινωνικές ισορροπίες, στην εποχή της αμφισβήτησης και επαναξιολόγησης της αποτελεσματικότητας του υφιστάμενου ευρωπαϊκού οικοδομήματος, πρέπει να μιλήσεις για το πώς οραματίζεσαι την επόμενη μέρα. Όχι μόνο τη σημερινή και σίγουρα όχι μόνο την προηγούμενη. Γιατί ως «αυτόνομος» δεν κατοχυρώνεσαι οργανωτικά. Επιβάλλεσαι και δυναμώνεις από την ποιότητα της πολιτικής σου διαφοροποίησης. Και η πολιτική σου διαφοροποίηση αφορά στο πώς ξανά, ριζοσπαστικά αλλά με ασφάλεια, θα περιγράψεις μία επόμενη μέρα καλύτερη από τη σημερινή. Και φυσικά όχι με το πολιτικό υποδεκάμετρο, μετρώντας αποστάσεις, δεξιά και αριστερά, αλλά αφήνοντας τη μικροδιαχείριση των άλλων πίσω και σε απόσταση. Αυτός θα ήταν και ο Ανδρέας Παπανδρέου σήμερα.